Share It

21 Δεκ 2007

Μέρες Κρίσ/μες!











Καλά Χριστούγεννα κι ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος!

Πάρτε κι ένα πασχαλινό δωράκι, μέρες που είναι: εδώ θα βρείτε τα έργα των παιδιών του Ειδικού Δημοτικού Σχολείου που ζωγράφισαν με ποντίκι και φαντασία με το MS Paint. Τα περισσότερα έργα είναι εντελώς δικά τους. Εγώ τα συνέλεξα, ως δάσκαλος τους της πληροφορικής.

8 Δεκ 2007

Σχετικά με το Θεό και τα Πάντα

Ο δρ. Ρούβγκοτ δεν κατάφερε ποτέ να γίνει γνωστός στην ακαδημαϊκή κοινότητα για κάποια από τις δημοσιεύσεις του πάνω στα διάφορα είδη μαθηματικής λογικής. Όσοι τον γνώριζαν, πάντως, θεωρούσαν ότι αυτό αποτελεί αδικία. Βλέπετε, ο Ρούβγκοτ είχε ακριβώς το παρουσιαστικό ανθρώπου που μπορεί να προσφέρει πολλά στην επιστήμη, κι όχι μόνο μπορεί, αλλά αυτή είναι η μόνη του επιλογή στη ζωή.

Πανέξυπνος, αφηρημένος, ακατάστατος, εξυπνάκιας μερικές φορές αλλά συνήθως αδιάφορος στις συζητήσεις των άλλων, με πολύ φτωχή προσωπική ζωή που έκρυβε μία αθώα αλλά φλογισμένη καρδιά, ο καθηγητής Κανόπ Ρούβγκοτ ήταν μάλλον ευχαριστημένος από τη θέση που κατείχε στο πανεπιστήμιο κάποιας ασήμαντης γερμανικής πόλης. Η έδρα του καθηγητή λογικής απέδιδε αρκετά για να ζήσει κανείς μία ήσυχη ζωή με ένα απλό αλλά άνετο σπίτι κι ένα άνετο γραφείο, σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς της μεσοπολεμικής Γερμανίας.

Βέβαια, η λέξη «άνετο» δεν ήταν η πρώτη που θα σκεφτόσουν αν έφερνες στο μυαλό σου το γραφείο του δρ Ρούβγκοτ. Ένας χαμός από χαρτιά, σχετικά ή άσχετα με τα επιστημονικά ενδιαφέροντα του προφέσορα, άδεια φλιτζάνια από καφέ, στρογγυλές κηλίδες που αποτελούσαν τα τελευταία ίχνη μερικών άλλων, για πάντα χαμένων, φλιτζανιών, και μπόλικη σκόνη. Το έπιπλο δεν ήταν αρκετό για να στεγάσει την ακαταστασία του καθηγητή μας. Χαρτιά και βιβλία υπήρχαν παντού στο δωμάτιο, ανάμεσα σε παλιά ρούχα που ο καθηγητής είχε ξεχάσει ότι διαθέτει, διαφημιστικά φυλλάδια προϊόντων που είχαν σταματήσει να πωλούνται έως και δεκαπέντε χρόνια πριν, και μερικά άλλα αντικείμενα που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε ούτε και θα μπορέσει να περιγράψει αφού θα παραμένουν αιώνια θαμμένα κάτω από άλλα τέτοια αντικείμενα και παχιά στρώματα σκόνης.

Ο Ρούφγκοτ αποκαλούσε το γραφείου του «το προσωπικό μου σύμπαν», όχι μόνο διότι ενδεχομένως να είχαν αναπτυχθεί εκεί νέες μορφές ζωής, αλλά κυρίως διότι σε αυτό το χώρο περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του. Ζούσε και δούλευε μόνος του, ξεχασμένος από τον κόσμο. Εξερευνούσε τα αχανή σύμπαντα των μαθηματικών και της λογικής, όχι για να πετύχει κάποια δημοσίευση ή για να είναι καλός στη δουλειά του, αλλά για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Τελευταία, βέβαια, δεν είχε και πολύ διάθεση για λεπτομέρειες και εξακριβώσεις. Έψαχνε να βρει κάτι ενδιαφέρον, κάτι που ο τομέας του δυσκολεύονταν να αγγίξει, κάτι στα όρια της λογικής. Στόχος του είναι να το μεταφέρει από τα όρια, στο επίκεντρο, να επιτρέψει στη λογική να το προσεγγίσει. Κι έτσι, το έριξε στη φιλοσοφία, ψάχνοντας, εκεί, τη μεγάλη φιλοσοφική ιδέα που μπορεί να εκφραστεί με μαθηματικά, αλλά κανείς δεν το έχει προσέξει.
Η προσήλωσή του στην αναζήτηση ενδιαφέροντος τον κράτησε πολύ μακριά από τις πολιτικές εξελίξεις. Η Γερμανία είχε ξεκινήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αυτός παρέμενε στο γραφείο του, ανενόχλητος. Ήταν οπαδός του Χίτλερ, αλλά περισσότερο από κεκτημένη ταχύτητα παρά διότι γνώριζε ή είχε δώσει ποτέ προσοχή στα πύρινα λόγια του Φύρερ. Ποτέ δεν τον απασχόλησε το αν ο αρχηγός τους θα κατάφερνε να κατακτήσει τον κόσμο.

Η μοίρα, όμως, τον έφερε μπροστά σ’ ένα άλλο ερώτημα, πολύ παλιό και πολύ μεγάλο. Και το ερώτημα ήρθε σε μορφή άρθρου εφημερίδας. Υπάρχει θεός; «Ερευνητής επιχειρεί να αποδείξει την ύπαρξη του θεού» ήταν ο τίτλος. Στην αρχή ο Ρούφγκοτ δεν το πήρε στα σοβαρά, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι ένα τέτοιο άρθρο πρέπει να είναι ενδιαφέρον, ακόμα κι αν λέει τρομερές μπαρούφες.

Και όντως, όχι μόνο υπήρχαν κάποιες λογικές ανακρίβειες, αλλά όλο το άρθρο έμοιαζε σαν φάρσα. Περιληπτικά, αναφέρονταν στη δουλειά του καθηγητή ΜακΝτάουν, ο οποίος μελετούσε την πανίδα της Ινδοκίνας. Σύμφωνα με το άρθρο, η πανίδα της Ινδοκίνας, και ποιο συγκεκριμένα το Ινδοκινέζικο Πάντα, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με το ζήτημα της ύπαρξης του θεού.

Ο Ρούφγκοτ αναζήτησε το άρθρο, καθώς και πληροφορίες πάνω στα Ινδοκινέζικα Πάντα. Το άρθρο του ΜακΝτάουν ήταν, πραγματικά, πολύ δυσεύρετο, σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, πράγμα που μεγάλωσε την περιέργεια του δικού μας καθηγητή. Αντίθετα, πληροφορίες για τα Πάντα βρήκε άφθονες. Μέσα σε μία εβδομάδα είχε μάθει πολλά για το συμπαθές είδος αρκούδας που ενδημούσε στην κεντρική Κίνα. Μερικά, ακόμα, υπήρχαν σε ζωολογικούς κήπους παντού στον κόσμο. Όχι, όμως, στην Ινδοκίνα. Δεν υπήρχε «Ινδοκινέζικο Πάντα». Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κανένας ζωολογικός κήπος της Ινδοκίνας δεν διέθετε κάποιο από τα κινέζικα. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε ούτε ένα Πάντα στην Ινδοκίνα.

Ο Ρούφγκοτ κατάλαβε ότι το άρθρο ήταν φάρσα, και μετά από δέκα ημέρες σταμάτησε να ασχολείται με το ζήτημα. Όταν μία από τις φοιτήτριες που είχε κοντά του για να τον βοηθάνε, βρήκε μία κόπια του άρθρου του ΜακΝτάουν, ο Ρούφγκοτ της ζήτησε να το παρατήσει πάνω σε μία τυχαία στοίβα από χαρτιά, και μετά το ξέχασε. Αφοσιώθηκε στη διδασκαλία του μέχρι το τέλος του εξαμήνου, χωρίς καν να φέρνει στη μνήμη του το περίεργο άρθρο εκείνης της εφημερίδας.

Όμως, στο τέλος του εξαμήνου, ο Ρούφγκοτ αποφάσισε να τακτοποιήσει το γραφείο του. Μοιραία, έπεσε πάνω στο άρθρο του ΜακΝτάουν, το οποίο προσπαθούσε να το ταξινομήσει σε ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης του, αλλά δεν θυμόταν με τι ήταν σχετικό. Έριξε μία ματιά στην περίληψη, θυμήθηκε, έξυσε το κεφάλι του, κάθισε στην πολυθρόνα και άρχισε να διαβάζει. Η ζωή του Ρούφγκοτ είχε αλλάξει για πάντα! (χα)

Ο τίτλος του άρθρου ήταν «Ασυνέπειες στη θεωρία της εξέλιξης, στην Ινδοκίνα». Ο ΜακΝτάουν ισχυρίζονταν ότι κάποια είδη θα έπρεπε να υπάρχουν στην Ινδοκίνα, αλλά δεν υπήρχαν. Ανέφερε 8 είδη πουλιών, δύο είδη φιδιών και τα Ινδοκινέζικα Πάντα. Για τα πουλιά και φίδια έλεγε πως δεν ήταν σίγουρος, αλλά τα Πάντα θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχουν σε αυτά τα μέρη. Προσπάθησε να δικαιολογήσει την άποψη του συνδέοντας φαινομενικά άσχετα γεγονότα, και χρησιμοποίησε τη λογική για να δείξει ότι τα πάντα θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχουν εκεί. Κι αν όχι να υπάρχουν ζωντανά, τουλάχιστον κάποια ίχνη ότι είχαν υπάρξει παλιότερα, κάποιος σκελετός, κάτι.

Ο Ρούφγκοτ παρατηρούσε την αψεγάδιαστη λογική επιχειρηματολογία του ΜακΝτάουν, και προχωρούσε το συλλογισμό του βήμα-βήμα. Μα που το πήγαινε αυτός ο άνθρωπος; Τί σχέση έχουν όλα αυτά με τα συμπαθή αρκουδάκια; Ο συλλογισμός ήταν εκτενής, πάνω από 38 πυκνογραμμένες σελίδες. Στο τέλος, υπήρχε αυτή η πρόταση «έτσι, αποδεικνύουμε ότι αν δεν υπάρχουν Πάντα στην Ινδοκίνα, τότε δεν υπάρχει θεός. Επομένως, κάπου πρέπει να υπάρχουν!».

Ο Ρούφγκοτ σοκαρίστηκε από αυτή την αποκάλυψη. Όλο το καλοκαίρι διάβαζε ξανά και ξανά το κείμενο του ΜακΝτάουν, επιβεβαίωνε την ορθότητα των συλλογισμών του, διάβαζε τις αναφορές και μάθαινε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να κατανοήσει κάθε μικρή λεπτομέρεια αυτής της απίστευτης ανακάλυψης. Το Σεπτέμβρη ήταν βέβαιος ότι ο ΜακΝτάουν είχε δίκιο. Αν δεν υπήρχαν Πάντα στην Ινδοκίνα, τότε δεν υπήρχε θεός!

Τρεις μήνες αργότερα ο ακόμα συγκλονισμένος Ρούφγκοτ διαβάζει μία ακόμα είδηση που θα παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Ο Άραβας παλαιοντολόγος Αλί Σαμούφ ισχυρίζεται ότι έχει ανακαλύψει το Πρώτο Πάντα της Ινδοκίνας. Πρόκειται για τον σκελετό ενός πάντα, που βρέθηκε αρκετά χιλιόμετρα νότια της Ινδοκίνας. Υπάρχουν και φωτογραφίες του Σαμούφ με ντόπιους κατοίκους και τον σκελετό του Πάντα μέσα σε μία σκαμμένη τρύπα.

Ο Ρούφγκοτ αναζήτησε περισσότερα στοιχεία για τον Σαμούφ, και δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να τα βρει. Ο Σαμούφ, βλέπετε, ήταν πιστός μουσουλμάνος, και είχε προξενήσει πολλές ζημιές στις γερμανικές επιχειρήσεις στη Σαχάρα. Τα στρατιωτικά αρχεία διέθεταν πλούσιο υλικό, και δεν αρνήθηκαν να το στείλουν στον Ρούφγκοτ, αφού, μάλιστα, τους διαβεβαίωσε ότι η έρευνά του σχετίζεται με την απόδειξη της καθαρότητας της φυλής.

Ο Σαμούφ είχε τύχει να γνωρίζει τη δουλειά του ΜακΝτάουν. Έτσι, όπως δήλωσε, «αν και δεν ήταν αυτός ο στόχος της έρευνας μου, τελικά απέδειξα ότι υπάρχει θεός». Ο Άραβας δεν αρκέστηκε στις δηλώσεις. Έγραψε μία πραγματεία σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, η οποία έγινε και βιβλίο. Είναι προφανές ότι ο Ρούφγκοτ ήταν ο μοναδικός που το διέθετε, στη μικρή γερμανική του πόλη, και εν μέσω πολέμου.

Την άνοιξη του επόμενου έτους, ο Ρούφγκοτ δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Ο Θεός, το Σύμπαν και τα Πάντα» (στα Γερμανικά δεν κάνει το λογοπαίγνιο) σε μία πολύ δημοφιλή εφημερίδα της χώρας του, σχολιάζοντας το βιβλίο του Σαμούφ. Στο έργο του, αμφισβητούσε την εγκυρότητα των συμπερασμάτων του βιβλίου. Το βασικό επιχείρημα του Σαμούφ είναι πως «εφόσον υπήρξε τουλάχιστον ένα Πάντα στην Ινδοκίνα, υπάρχει και Θεός». Ο Ρούφγκοτ αντέτεινε πως αυτό δεν αποδεικνύει την ύπαρξη του θεού, απλώς καταρρίπτει ένα επιχείρημα κατά της ύπαρξης του. Από επιστημονική σκοπιά, κατέληγε, το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού παραμένει ανοιχτό.

Το κείμενο του είχε μεγάλη επιτυχία, και αρκετοί άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων στη Ναζιστική Γερμανία το προσυπέγραψαν κι έστειλαν στον Ρούφγκοτ συγχαρητήρια μηνύματα. Θεωρήθηκε από πολλούς σαν μία νίκη της λογικής κατά του σκοταδισμού. «Το μόνο που δείξατε, κύριε Σαμούφ, είναι αυτό που γνωρίζαμε από πριν» είχε πει ο διάσημος, πλέον, Ρούφγκοτ στο ραδιόφωνο. «Μας δείξατε μόνο ότι ο Θεός ΙΣΩΣ υπάρχει».

Τελικά, ο Ρούφγκοτ κλήθηκε να συντονίσει μία ομάδα δεκαεπτά επιστημόνων και φιλοσόφων που εργάστηκε επί δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, αναλύοντας τα κείμενα των ΜακΝτάουν και Σαμούφ. Η ομάδα, αν και άργησε, παρήγαγε μία πλήρη ανάλυση των συγκεκριμένων κειμένων, επιβέβαιωσε το αρχικό συμπέρασμα του ΜακΝτάουν, και απέδειξε ότι ο Ρούφγκοτ είχε δίκιο. Ο Θεός ΙΣΩΣ υπήρχε, αλλά όχι σίγουρα.

Εκτός, όμως, από αυτό, η ομάδα των δεκαεπτά κατέληξε και σε μερικά άλλα συμπεράσματα, επεκτείνοντας το έργο του ΜακΝτάουν. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι «ο Θεός υπάρχει αν και μόνο αν υπάρχει ή υπήρξε τουλάχιστον ένα Πάντα στην Ινδοκίνα, το οποίο να μην μεταφέρθηκε εκεί επί τούτου, με παρεμβολή ανθρώπινου παράγοντα, ούτε και να αποτελεί απόγονο Πάντα μεταφερμένου εκεί επί τούτου, από ανθρώπινο παράγοντα».

Η ανακοίνωση του αποτελέσματος, αιφνιδίασε τους πάντες (λογοπαίγνιο). Ουσιαστικά, οι Δεκαεπτά του Βερολίνου είχαν αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, βασισμένοι στο έργο του ΜακΝτάουν και το εύρημα του Σαμούφ. Είχαν δήξει ότι η επιχειρηματολογία του άραβα ήταν λάθος, αλλά με τις έρευνες του είχαν παρέχει οι ίδιοι την σωστή επιχειρηματολογία για να ξεκαθαρίσει μία για πάντα (κι άλλο λογοπαίγνιο) πως αν τα συμπαθή ζωάκια έχουν υπάρξει στην Ινδοκίνα, τότε υπάρχει Θεός. Κι αφού ο σκελετός ενός τέτοιους ζώου εντοπίστηκε από τον Σαμούφ, τα Πάντα υπήρξαν στην Ινδοκίνα μία εποχή που άνθρωπος δεν μπορούσε να πατήσει. Άρα; Άρα υπάρχει θεός!

Δυστυχώς, το αποτέλεσμα δεν έφτασε ποτέ έξω από τα σύνορα της Γερμανίας, τουλάχιστον όχι με την αίγλη που του άξιζε. Οι μυστικές υπηρεσίες του Χίτλερ απήγαγαν τους Δεκαεπτά και κράτησαν το έργο για τους εαυτούς τους. Όσοι επιστήμονες είχαν ενημερωθεί, εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο ίδιος ο Ρούφγκοτ αυτοκτόνησε το 1943. Δύο ακόμα από τους επιστήμονες χάθηκαν και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ. Οι υπόλοιποι είδαν ξανά το φως της ελευθερίας μόνο όταν ο Χίτλερ έχασε οριστικά τη μάχη. Οι σύμμαχοι τους απελευθέρωσαν.

Η μοίρα όσων απέμειναν από τους Δεκαεπτά του Βερολίνου ήταν άλλοτε η προσήλωση στα θεία, κι άλλοτε η τρέλα. Τελικά, σχεδόν όλοι κατέληξαν σε διάφορα μοναστήρια διαφόρων θρησκειών. Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία, όμως, ήταν αυτή του Βόλφρανκ Μπράλχεν.

Ο Γερμανοεβραίος, πρώην κομουνιστής, δεν μπορούσε να γίνει θεοσεβούμενος τόσο εύκολα. Όχι μετά από όσα είχε περάσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν οι μυστικές υπηρεσίες ανακάλυψαν την Εβραϊκή καταγωγή του. Μετά από μία διετή θητεία σε φρενοκομείο της Γερμανικής πρωτεύουσας, τον άφησαν να φύγει ως «ακίνδυνο». Για δεκαεπτά χρόνια ο Μπράλχεν μελετούσε Νίτσε, και έβγαζε τα προς το ζην με προλόγους σε επανεκδόσεις των έργων του, καθώς και τα χρήματα από τη δουλειά της γυναίκας του. Σταδιακά, οι πρόλογοι έγιναν πιο λεπτομερείς, και προχώρησαν σε μελέτες. Αργότερα, ο Μπράλχεν έγινε γνωστός για τα εύγλωττα σχόλια του πάνω στο έργο σχεδόν όλων των Γερμανών φιλοσόφων.

Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 70, περίπου τριάντα χρόνια μετά την δημοσίευση της εργασίας των Δεκαεπτά. Το ζήτημα είχε ξεχαστεί, αν και το Βατικανό χρησιμοποιούσε συχνά την εργασία αυτή για να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού σε όσους δυσπιστούσαν. Ο Μπράλχεν, όμως, συμπεριφέρονταν περίεργα. Οι δικοί του άρχιζαν να υποψιάζονταν ότι η παλιά του τρέλα τον είχε επισκεφθεί και σχεδόν επιβεβαίωσαν τους εαυτούς τους όταν ο Μπράλχεν τα εγκατέλειψε όλα και έφυγε για την Ινδοκίνα.

Ο σύζυγος του και οι δύο του γιοι τον έψαχναν απεγνωσμένα. Σπατάλησαν ένα τεράστιο ποσό για να γυρίσουν τις περισσότερες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και σε ντετέκτιβ που υπόσχονταν να τον εντοπίσουν. Τελικά, η μικρή κόρη του Μπράλχεν είχε την ιδέα «θα πάει να βρει το σκελετό στην Ινδοκίνα». Οι έρευνες επικεντρώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή. Τελικά, ο Μπράλχεν εντοπίστηκε.

Όταν η οικογένεια του έφτασε στο αστυνομικό τμήμα του μικρού χωριού, ο Μπράλχεν είχε πιάσει κουβεντούλα με τους αστυνομικούς, κι έδειχνε ευδιάθετος. Φάνηκε χαρούμενος που είδε τους δικούς του, τους ζήτησε συγνώμη, και τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να τον δουν να τρελαίνεται ξανά. Παρ’ όλη τη δυσπιστία τους, τα μέλη της οικογένειας Μπράλχεν δέχτηκαν πίσω τον πατέρα και σύζυγο σαν θεραπευμένο από μία ασθένεια που τον είχε ταλαιπωρήσει για καιρό. Κι είναι αλήθεια ότι μόλις πάτησαν το πόδι τους στη Γερμανία, ο Βόλφρανκ Μπράλχεν ξαναβρήκε την παλιά του δουλειά, και δεν βιάστηκε καθόλου να δημοσιεύσει τα κείμενα που είχε ετοιμάσει όσο βρισκόταν στην Ασία.

Η δημοσίεύση τους, όμως, έσκασε σαν κεραυνός. Ο γερμανός πρώην καθηγητής λογικής είχε περιγράψει όλη την ιστορία. Τις δυσκολίες του με τη γλώσσα, τα κουνούπια, τις όμορφες ανατολίτισσες, το πως άκουσε κάτι φήμες για το σκελετό του Πάντα του Σαμούφ, πως τις ακολούθησε, και πως τελικά ανακάλυψε πως ο Σαμούφ είχε κλέψει τα κόκαλα του προϊστορικού Πάντα από το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, πως τα είχε μεταφέρει κρυφά στη Νότια Ινδοκίνα, πως τα είχε θάψει τη νύχτα και ξεθάψει το πρωί, παριστάνοντας ότι είναι ένα μεγάλο εύρημα. Μετά από αυτό, η γυναίκα του ζήτησε διαζύγιο.

Αυτό, όμως, που έχει κάποια σημασία είναι πως ο Μπράλχεν είχε μόλις καταρρίψει το επιχείρημα των Δεκαεπτά του Βερολίνου περί ύπαρξης του Θεού. Από τότε, πολλοί είναι αυτοί που προσπάθησαν να βάλουν κάποιο Πάντα στην Ινδοκίνα, αλλά κάθε φορά ξεσκεπάζονταν η απάτη τους. Το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού παραμένει ανοιχτό, αν και λίγοι γνωρίζουν τη σχέση του με τα Πάντα της Ινδοκίνας.

Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι είναι ενημερωμένοι για το κείμενο των Δεκαεπτά ή τα έργα των ΜακΝτάουν και Σαμούφ. Συνήθως, αυτά τα ονόματα συνδέονται με θρύλους της Ναζιστικής Γερμανίας, με Ναΐτες ιππότες και μασόνους. Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ πιο καθαρή. Το έργο των Δεκαεπτά υπάρχει στο Βατικανό, και περιέχει μέσα τα έργα των ΜακΝτάουν και Σαμούφ. Ακόμα και σήμερα το Βατικανό επιδεικνύει αυτό το κείμενο σαν την πιο επιστημονική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Όμως, κανένας λογικός άνθρωπος δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Ίσως το κείμενο να έχει ξεχαστεί εντελώς αν και όταν βρούμε το πρώτο γνήσιο Πάντα της Ινδοκίνας...

6 Δεκ 2007

Σύντομο οδοιπορικό στον κόσμο, με οδηγό τις σημειώσεις του Οδυσσέα

Οι ομοιότητες του κυρίου Οδυσσέα με τον συνονόματό του ομηρικό ήρωα είναι τόσο έντονες, που δύσκολα θα πίστευε κάποιος ότι τούτη εδώ η ιστορία είναι πραγματική. Και οι δυο τους ταξίδεψαν σε σχεδόν όλα τα μήκη και τα πλάτη του γνωστού κόσμου, και οι δυο τους είχαν από μία πιστή σύζυγο να τους περιμένει όσο ταξίδευαν, και οι δυο τους είχαν από ένα μοναχογιό που δεν τον παρακολούθησαν να μεγαλώνει. Όμως, ως εκεί. Διότι ο κύριος Οδυσσέας κάθε άλλο παρά πολυμήχανος ήταν. Αλλά και σαν προσωπικότητα, όλοι τον θυμούνται αδιάφορο και μίζερο άνθρωπο, χωρίς πολλά ενδιαφέροντα, περισσότερο στα πρότυπα ενός υπαλληλάκου σε λογιστικό γραφείο. Η δε Ιθάκη του, δεν είναι τίποτα άλλο από μία μικρή μεζονέτα σε κάποιο ασήμαντο προάστιο της πόλης, με ένα μικροαστικό σαλόνι, τηλεόραση, πολυθρόνα με παντόφλες, ήσυχη οικογενειακή ζωή.

Πολλοί πιστεύουν πως ο κύριος Οδυσσέας νοστάλγησε την μικροαστική ησυχία, αφού πρώτα χόρτασε τα ταξίδια και τις περιπέτειες. Κάτι τέτοιο μόνο εν μέρη είναι σωστό, τουλάχιστον απ’ όσο έχω καταλάβει διαβάζοντας τις σημειώσεις του. Διότι ο κύριος Οδυσσέας ποτέ του δεν γούσταρε να ταξιδεύει. Αυτό που πάντα ήθελε ήταν μια πολυθρόνα με τηλεόραση, μία άσκοπη ζωή που απλά περιμένει υπομονετικά το θάνατο να την ολοκληρώσει. Τα ταξίδια αποτελούσαν, γι αυτόν, ένα Γολγοθά που αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει, αποκλειστικά και μόνο επειδή δεν ήταν αρκετά ισχυρή προσωπικότητα. Η περιουσία που κληρονόμησε από τους γονείς του, σε συνδυασμό με τους περιπετειώδεις φίλους του, τον οδήγησαν σε μία σειρά από ασταμάτητες περιπλανήσεις, σε τουριστικά θέρετρα, μητροπόλεις, ερημικά τοπία, απομονωμένους παραδείσους και ό,τι άλλο μπορεί να ονειρευτεί μία ταξιδιάρα ψυχή. Όμως στον ίδιο δεν άρεσαν καθόλου ούτε τα ταξίδια, ούτε οι τόποι ούτε οι άνθρωποι που συναντούσε εκεί. Κάθε φορά έλεγε μέσα του «αυτό θα είναι το τελευταίο», αλλά πάντοτε οι συγκυρίες της ζωής τον έβγαζαν στο δρόμο, να ταξιδεύει προς τον επόμενο προορισμό.

Η μεγάλη διαφορά του κυρίου Οδυσσέα σε σχέση με τον άλλο, τον ομηρικό, είναι ότι όταν επέστρεψε επιτέλους στην Ιθάκη του, κανένας δεν τον περίμενε με ανυπομονησία. Η γυναίκα του είχε συμβιβαστεί να ζει μόνη της, ο γιος του δεν τον γνώρισε ποτέ στ’ αλήθεια, και σκύλο δεν είχε. Έτσι, αυτός προσπάθησε να τους κινήσει το ενδιαφέρον με τις ταξιδιωτικές του ιστορίες, παρ΄ ότι τις σιχαίνονταν. Όμως, ούτε και γι αυτές ενδιαφέρθηκαν. Φανταστείτε την τραγική μοίρα αυτού του ανθρώπου που βρέθηκε εγκλωβισμένος μέσα στο ίδιο του το όνειρο, να ζει με την οικογένειά του, αλλά να περνάει απαρατήρητος, ο αόρατος άνθρωπος, κάποιος για τον οποίο δεν ενδιαφέρεται Κανείς (άλλη μία ομοιότητα με τον Ομηρικό συνονόματό του). Το μόνο που του απέμεινε για να απαλύνει την τραγική του ρουτίνα, ήταν να καταγράψει στο χαρτί τα ταξίδια που κατέστρεψαν τη ζωή του.

Δεν γνωρίζω αν στον κύριο Οδυσσέα άρεσαν κάποτε τα ταξίδια ή αν είχε ευτυχισμένες στιγμές εκεί που πήγε. Ίσως η τραγικότητα των τελευταίων χρόνων της ζωής του να αποτελεί την αιτία που τα γραπτά του αποπνέουν μία τόσο έντονη απέχθεια για κάθε τόπο, άνθρωπο και βίωμα που περιγράφει. Ωστόσο, άθελά του, μας έδωσε ένα πολύ πρωτότυπο έργο, αποσπάσματα του οποίου σας παρουσιάζω παρακάτω. Αν, τώρα, εσείς θέλετε το πλήρες κείμενο, σας ενημερώνω ότι το έχω στη διάθεσή μου, και μπορείτε να αποκτήσετε ένα αντίτυπο, αν επικοινωνήσετε μαζί μου (στην ηλεκτρονική διεύθυνση saxtouri@csd.uoc.gr ).

Πράγα, 1996


[...]
«Αυτό θα είναι το τελευταίο μου ταξίδι, το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου. Δεν πάει άλλο, τόσες ταλαιπωρίες. Πάντα με ταλαιπωρούσαν τα ταξίδια, από το πρώτο που είχα κάνει, πριν από 40 χρόνια, και βάλε. Τότε ο Αποστόλης, το άτομο που με έσερνε, τότε, από εδώ κι από ‘κει, είχε πει πως θα τα συνήθιζα με τον καιρό. Εγώ, θυμάμαι, του απάντησα πως δεν θα χρειαστεί, διότι δεν θα έκανα άλλο ταξίδι, αυτό θα ήταν το τελευταίο. Και οι δυο μας κάναμε λάθος.»
Τούτες τις σημειώσεις σας παραθέτω, αγαπητοί αναγνώστες, από το μικρό μου σημειωματάριο. Πρέπει να τα έγραφα μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Ω, τι πολυτελές που έμοιαζε απ’ έξω, μα πόσο άθλια ήταν τα δωμάτια, πόσο βρώμικη η τουαλέτα! Είχα σιχαθεί την ψεύτικη πολυτέλεια, φτηνό μακιγιάρισμα για την βρώμα που έκρυβαν μέσα τους αυτά τα ξενοδοχεία των πρώην ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών. Αν έχετε διαβάσει όλα τα προηγούμενα, θα γνωρίζετε, ασφαλώς, ότι αυτό ήταν το τελευταίο μου ταξίδι, και θα έχετε δει πόσο ψεύτικα είναι όλα όταν ταξιδεύεις.

Η Πράγα είναι μία αφόρητη πόλη. Δεν ξέρω πως είναι για τους πραγματικούς ανθρώπους, και δε με νοιάζει. Τους ένοιαξε αυτούς πως είναι η πόλη τους για εμένα, τον καταδικασμένο σε αιώνιο τουρισμό; Ήρθε κανείς ποτέ να μου πει κάτι αληθινό; Όχι! Μόνο προσφορές για αντικείμενα και υπηρεσίες που θα ακούγονταν φτηνά σε εμένα, αλλά ακριβά στους Τσέχους. Όλα εμπόριο.

Ο Παναγιώτης, που με συντρόφευε σε αυτό το ταξίδι, ήταν εκνευριστικά ενθουσιασμένος με την αρχιτεκτονική της πόλης. «Μοναδική» έλεγε, διότι δεν είχε δει όλες τις αρχιτεκτονικές του κόσμου να επαναλαμβάνονται σαν εφιάλτης ξανά και ξανά. Καμία ιδιαιτερότητα στο απαίσιο γοτθικό μα και σλαβικό στυλ των ιστορικών κτηρίων της πόλης. Και πόση ιστορικότητα έκρυβαν αυτά τα κτήρια! Τα είχαν χτίσει βασιλιάδες που έπιναν το αίμα του κοσμάκη. Κάθε λιθάρι ήταν κι ένας νεκρός εργάτης, ένας βάρβαρος δούλος. Μόνο ο βαρετός ποταμός που διασχίζει την πόλη γνωρίζει πόσο αίμα έχει ξεπλύνει στα ατέλειωτα χρόνια αιματοχυσιών που έχει βιώσει αυτή η καταραμένη πολιτεία.

Στην Πράγα τα κτήρια είναι βρώμικα, εγκαταλελειμμένα. Το προηγούμενο καθεστώς δεν τους έδωσε την απαραίτητη προσοχή, και καλά έκανε, αν θέλετε τη γνώμη μου. Το καθεστώς είναι υπεύθυνο για πολλά δεινά σε αυτή τη χώρα. Όπως, για παράδειγμα, οι φτηνές πουτάνες που βρίσκονται παντού στο κέντρο, σε κάθε σοκάκι, αλλά και στις κεντρικές πλατείες. Παντού μαγαζιά με σεξ. Ακόμα και στα νιάτα μου, δεν πιστεύω να είχα σιχαθεί περισσότερο αυτό που έβλεπα κάθε φορά που κάναμε μία βόλτα. Κι ακόμα μεγαλύτερη από τη σιχαμάρα ήταν η βαθιά θλίψη. Ένα ολόκληρο έθνος εκπορνεύονταν στα παζάρια της δύσης, για ένα κομμάτι ψωμί. Κι αν σκεφτείς τι τους περιμένει τους κακομοίρηδες, πως πρόκειται να χάσουν ό,τι ιερό και όσιο έχουν, για λίγα ψίχουλα επιχορηγήσεων, η θλίψη γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.

Όπως και οπουδήποτε στον κόσμο, έτσι κι εδώ, ήμουν απλώς ένας τουρίστας. Ένας θλιμμένος τουρίστας, με μεγάλη εμπειρία στις τουριστικές καταθλίψεις. Η Πράγα δεν είχε τίποτα για ‘μένα, και το γνωρίζαμε κι οι δύο. Ο φίλος μου έλεγε πως γκρινιάζω χωρίς λόγο. Μα δεν έβλεπε μπροστά του; Αυτό το θέαμα είναι απαίσιο, και το μόνο που θα ήθελα είναι να με πάρουν αμέσως από ‘δω, και να με στείλουν στο χωριό μου, όπου τα πράγματα δεν είναι ψεύτικα, τουλάχιστον για ‘μένα. Εκεί οι άνθρωποι ξέρουν ποιος είμαι και μου φέρονται αναλόγως. Οπουδήποτε αλλού, με αντιμετωπίζουν σαν έναν αγοραστή σουβενίρ. Πάρτε μ’ από ‘δω, ω, πάρτε μ’ από ‘δω!
[...]
Αγαπητέ αναγνώστη, μόνο που φέρνω στο μυαλό μου τα όσα έζησα στο φριχτό αυτό ταξίδι, με πιάνει η καρδιά μου. Ούτε στο χειρότερό μου εχθρό δεν θα ευχόμουν να νιώσει τόσο άσχημα. Να ξέρεις, αναγνώστη, πως όλη αυτή την ταλαιπωρία, τις δύσκολες αναμνήσεις, τις φέρνω στο μυαλό μου αποκλειστικά και μόνο για το δικό σου καλό, για να παραδειγματιστείς από την εμπειρία μου, και να μην πας ποτέ σου στην Πράγα ή οπουδήποτε αλλού.
[...]

Παρίσι, 1987


[...]
Εδώ θα πρέπει να τονίζω πως ο σύντροφός μου είναι ο καλύτερος που είχα ποτέ. Συμφωνούμε σε πολλά πράγματα. Για παράδειγμα, μας εκνεύρισε και τους δύο το σνομπ ύφος των Γάλλων. Το πρωινό στο ξενοδοχείο μας έφερε αναγούλα: βούτυρα, μαρμελάδες, κρουασάν, όλα σου αφήνουν μία βαριά αίσθηση λίπους στο στόμα, ενώ το μόνο που θέλεις στ’ αλήθεια είναι ένας καφές.

Τέλος πάντων, ξεκινήσαμε για μια βόλτα στην πόλη του φωτός, όπως τη λένε οι άσχετοι. Κανονικά θα έπρεπε να τη λένε «πόλη του σκατός». Κρίνουν με βάση την εξωτερική εικόνα, αλλά αν περπατήσουν, θα νιώσουν τη μπόχα, θα δουν τον βρώμικο ποταμό που κυλάει στη μέση. Έχω γνωρίσει πολλούς Γάλους. Είναι όλοι τους βρομιάρηδες και κωλόφλωροι. Από τις πιο απεχθείς φυλές στον κόσμο. Και το Παρίσι είναι γεμάτο από δαύτους.

Όπως και σε άλλες Ευρωπαϊκές μητροπόλεις, έτσι κι εδώ έχουν γεμίσει τον τόπο με βαρετά μουσεία και αίθουσες τέχνης. Οι τουρίστες πηγαίνουν χαρούμενοι να τα δουν. Ψεύτικα χαρούμενοι, γιατί εγώ ξέρω καλά πόση κατάθλιψη νιώθουν. Μόνο και μόνο το ταξίδι, η αλλαγή περιβάλλοντος, το γεγονός ότι ξεφεύγουν από τις καθημερινές τους συνήθειες, όλα αυτά τους προκαλούν απίστευτο άγχος και φόβο. Και όμως, προσπαθούν να το κρύψουν επαναλαμβάνοντας στον εαυτό τους πόσο χαρούμενοι νιώθουν. Χαμογελάνε ψεύτικα, κάνουν πως ενθουσιάζονται από τα ακαταλαβίστικα έργα και συνήθειες που συναντούν.

Εγώ κι ο φίλος μου δεν κρυβόμαστε. Είμαστε κι εμείς τουρίστες σε αυτή την κόλαση, που ονομάζουν, ειρωνικά ίσως, Πόλη του Φωτός, αλλά τουλάχιστον γνωρίζουμε πόσο άσχημα νιώθουμε. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να γκρινιάζουμε κι οι δύο συνεχώς. Το ένα μας βρωμάει, το άλλο μας ξινίζει. Ο σύντροφός μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα με τη γκρίνια του, αλλά τον υπομένω, διότι κι εγώ γκρινιάζω συνέχεια, σε όλα τα (πολλά) ταξίδια που έχω κάνει. Όμως, η γκρίνια του δε βοηθάει την κατάσταση, αντίθετα, την κάνει πιο αφόρητη.
[...]
Αποφασίσαμε να κάνουμε έναν απολογισμό. Σε λίγες ώρες θα πετούσαμε πίσω στην πατρίδα, και έπρεπε να βρούμε τι μας άρεσε και τί δε μας άρεσε. Κυρίως το πρώτο, που ήταν και πιο δύσκολο. Εμένα δε μου άρεσε τίποτα. Του φίλου μου του άρεσαν, αν θυμάμαι καλά, τα μικρά καφέ που είναι διάσπαρτα σε κάθε γωνιά του κέντρου. Τα καφέ τα γεμάτα υποκρισία, με το ψευτοκουλτουριάρικο ύφος τους, τα γκαρσόνια που δε σου δίνουν σημασία, τις αυστηρές απαγορεύσεις για το κάπνισμα, τα στενά τραπεζάκια, τους μικροσκοπικούς καφέδες που σερβίρουν. Τί ακριβώς του άρεσε σε αυτά τα κέντρα βασανισμού; Θυμάμαι ότι καθώς αυτός έλεγε, εγώ σχολίαζα. Είχα εκνευριστεί, γιατί ο φίλος μου με είχε προδώσει. Είχε παρασυρθεί από το τεράστιο πλήθος των τουριστών, κι είχε βρει ψεύτικα επιχειρήματα για να αναγκάσει τον εαυτό του να είναι χαρούμενος που ήρθε εδώ. Εγώ το έχω μετανιώσει, όπως έχω μετανιώσει και για όλα μου τα ταξίδια, αυτά που προηγήθηκαν αλλά και όσα ακολούθησαν. Όπως έχω μετανιώσει για σχεδόν όλη τη ζωή μου.
[...]

Κούβα, 1979


[...]
Το πρωί σηκώθηκα, κι έκανα μια βόλτα στην παραλία της Αβάνας, δίπλα στο κύμα, καπνίζοντας ένα τοπικό πούρο. Τα κύματα έσκαγαν σε λεπτές σταγονίτσες που δημιουργούσαν μπόλικη υγρασία, με αποτέλεσμα το πούρο να μην ανάβει καλά. Έτσι, με ανάγκαζε να τραβάω γερές ρουφηξιές, και να βήχω συνέχεια. Πολύ σύντομα ο βήχας έγινε ανεξέλεγκτος. Είχα διπλωθεί στα δύο και έβηχα. Οι περαστικοί με κοιτούσαν περίεργα, και μου έλεγαν κάτι στα Ισπανικά. Πλήθος είχε μαζευτεί γύρω μου, αλλά παραμέρισε για δύο αστυνομικούς που με πλησίασαν, και συνέχισαν να με ρωτάνε κάτι στα Ισπανικά.

Ο φίλος μου ήθελε να γυρίσει τη χώρα με αμάξι. Δεν τον ακολούθησα σε αυτή την περιπέτεια. Όπως κι εκείνος δεν ήταν εκεί στη δική μου περιπέτεια με την Κουβανική αστυνομία. Οι μπάτσοι πήραν το πούρο μου, και το περιεργάστηκαν, ενώ εγώ τους ζητούσα ένα ποτήρι νερό. «Άκουα, άκουα» φώναζα. «Άκουα» μου απάντησε ο ένας, δείχνοντας μου τη θάλασσα. Δεν ξαναμίλησα. Με πήραν και με οδήγησαν σε ένα παλιό αμερικάνικο αυτοκίνητο της αστυνομίας. Μου έλεγαν κάτι, δείχνοντάς μου το πούρο. Με έψαξαν, σχεδόν με τη βία. Δεν πείραξαν τα λεφτά μου, αλλά κατάσχεσαν τα πούρα που είχα στο σακάκι μου.

Τελικά, βρέθηκα στο αστυνομικό τμήμα, μέσα σε ένα υγρό κελί, μαζί με δύο μαύρους κρατούμενους, κι άλλους δύο μαύρους φύλακες. Δεν ήξερα Ισπανικά, κι ανησυχούσα πως θα μπλέξω σε μια μεγάλη παρεξήγηση. Μετά από αρκετές ώρες αβάσταχτης αναμονής, με οδήγησαν σε ένα γραφείο, πιθανότατα κάποιου αξιωματικού. Με έβαλε να καθίσω, και προσπάθησε, με σπασμένα αγγλικά, να με ρωτήσει κάτι για τα πούρα μου, που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο.

Ως τυπικός τουρίστας, είχα αγοράσει αρκετά πούρα Αβάνας, περισσότερο για να τα μοιράσω σε φίλους και γνωστούς. Είχα δυσκολευτεί να τα βρω, αν και υποτίθεται πως εδώ κάτι τέτοιο θα ήταν πιο εύκολο. Τελικά, κάποιος που με άκουγε να προσπαθώ να συνεννοηθώ με έναν καπνοπώλη, περίμενε να βγω από το μαγαζί, και μου είπε να τον ακολουθήσω. Με πήρε παράμερα, σε μια άθλια φτωχογειτονιά, από τις πολλές της πόλης, και μου έδειξε μία κούτα με πούρα. Έτσι, αγόρασα μερικά.
[...]
Τελικά, ο φίλος μου ήρθε και με έσωσε. Ο ίδιος γνωρίζει καλά Ισπανικά, οπότε συνεννοήθηκε με τον διοικητή. Το πρόβλημα ήταν πως απαγορεύεται να έχεις πάνω από μερικά πούρα στη διάθεσή σου. Επομένως, ήμουν παράνομος. Ο φίλος μου παρακάλεσε τον διοικητή, του έδωσε και μερικά χαρτονομίσματα, και τελικά αυτός δέχτηκε να με αφήσει, κρατώντας, βέβαια, τα πούρα.

Αυτοί οι τύποι που λαδώνονται, υπάρχουν παντού στον κόσμο. Σου στήνουν καταστάσεις, μόνο και μόνο για να σε αναγκάσουν να τους λαδώσεις για να μην σε ταλαιπωρήσουν υπερβολικά. Έχω βρεθεί κι άλλες φορές σε αντίστοιχες καταστάσεις, τόσες πολλές που αν μπορούσα να συνεννοηθώ κάπως με τον διοικητή, θα τον είχα λαδώσει μόνος μου. Ίσως να είχα κρατήσει και μερικά πούρα.
[...]
Οι περιπετειώδεις διακοπές σε χώρες εκτός της προοδευμένης καπιταλιστικής ζώνης δεν μου ταιριάζουν καθόλου. Ούτε κι οι διακοπές στις προοδευμένες χώρες μου ταιριάζουν, αλλά εδώ τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Η αθλιότητα του ανθρώπινου είδους δεν κρύβεται, σου παρουσιάζεται σαν γυμνή αλήθεια. Τα πράγματα είναι όπως τα βλέπεις: χάλια. Ταυτόχρονα, δεν έχεις κάποιο τρόπο να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Οι πολυτέλειες απουσιάζουν, και οι κανόνες του παιχνιδιού είναι διαφορετικοί από αυτούς που έχεις συνηθίσει.

Η όποια γοητεία της Κούβας εξατμίζεται μόλις συναναστραφείς με τους εκεί ανθρώπους, μόλις βιώσεις το μηχανισμό με τον οποίο δουλεύουν τα πράγματα. Εκνευρίζεσαι, μπλέκεις σε δύσκολες καταστάσεις, και τελικά παλεύεις περισσότερο για να επιβιώσεις, παρά για να ανεχθείς την τουριστική σου ιδιότητα. Μερικές φορές, βαθιά μέσα μου, ένιωσα να ευχαριστιέμαι αυτή την περιπέτεια. Για λίγες ώρες δεν ήμουν τουρίστας, ήμουν απλώς ξένος. Η ιδιότητά μου ήταν τραγική, αλλά ίσως προτιμότερη από την ψεύτικη ιδιότητα του τουρίστα, που αγοράζει με τα λεφτά του φιλοξενία ανθρώπων που δεν θέλουν να τον φιλοξενήσουν.

Νέα Υόρκη 1969


[...]
Ομολογώ, λοιπόν, ότι αυτό το ταξίδι μου είχε φανεί πολύ ενδιαφέρον στην αρχή. Η μεγάλη πόλη ασκούσε επάνω μου κάποια γοητεία κι αυτό ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο. Όμως ας μην ξεχνάμε ότι αυτό ήταν ένα από τα πρώτα μου ταξίδια. Και πόσο πιο νέος ήμουν τότε, γεμάτος ενέργεια, αντοχές. Δεν με ενοχλούσαν οι ταλαιπωρίες, ρουφούσα με σχετικό θαυμασμό κάθε τι καινούριο που έβλεπα. Μου έχει καρφωθεί στο μυαλό μια εικόνα ενός μπουκαλιού μπύρας που το είχαμε μετατρέψει σε τασάκι. Τώρα αυτό θα έμοιαζε σαν κάτι άθλιο, αλλά τότε ήταν τόσο ρομαντικό, οι δύο φίλοι που κάνουν ένα τσιγάρο στην άκρη της γέφυρας του Μπρούκλιν, χρησιμοποιώντας ένα άδειο μπουκάλι μπύρας για τασάκι.

Μέχρι που είδα εκείνη την κοπέλα, ποτέ δεν έμαθα το όνομα της, αλλά τώρα, μετά από τόσα χρόνια μπορώ να πω ότι την ερωτεύτηκα. Ήμουν κι όλας παντρεμένος τότε, και δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να παραδεχτεί ένα τέτοιο έρωτα, μία έστω και νοητική απιστία προς τη γυναίκα μου. Από την άλλη, όμως, εκείνη η άγνωστη είναι ίσως η μοναδική γυναίκα για την οποία ένιωσα κάτι τόσο έντονο.
[...]
Τη θυμάμαι να κάθεται στο δίπλα τραπέζι όταν παίρναμε πρωινό, και να μας ρίχνει κλεφτές ματιές. Τη θυμάμαι, αργότερα, να μας ρωτάει με ενδιαφέρον από που είμαστε και πού αλλού έχουμε ταξιδέψει. Θυμάμαι τον εαυτό μου να την κοιτάζει στα μάτια, το χρώμα των οποίων είναι θαμπό στη μνήμη μου (αλλά ξεκάθαρο στα όνειρά μου). Προσπαθούσα να μάθω, τουλάχιστον, το όνομά της, αλλά φρόντιζα να μην είμαι και πολύ διαχυτικός. Αν υπήρχε κάποια έλξη ανάμεσά μας, φρόντιζα να μη δώσω ποτέ χώρο για να αναπτυχθεί. Κι όμως, μέσα μου η φλόγα φούντωνε κάθε μέρα που τη συναντούσα και δεν μου έλεγε το όνομά της.
[...]
Για πολλούς η Νέα Υόρκη είναι η πόλη των ευκαιριών, κυρίως για τους διάφορους ευρωπαίους μετανάστες που έφταναν με τα καράβια αρκετές δεκαετίες πριν. Για εμένα είναι η πόλη της μεγάλης χαμένης ευκαιρίας. Διότι, δεν παρουσιάζονται και πολλές ευκαιρίες να βρεις τον άνθρωπο που σου ταιριάζει. Το μόνο που κάναμε μαζί, εκτός από το να συζητάμε με μεγάλο ενδιαφέρον για ανούσια πράγματα, ήταν μία βόλτα που εκείνη είχε προτείνει.
Ήθελε να μου δείξει τα αξιοθέατα, αλλά εγώ δύσκολα έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω της. Ωστόσο, όταν φέρνω στο μυαλό μου εκείνη τη βόλτα, ανακαλώ με μεγάλες λεπτομέρειες ό,τι είδαμε, τους δρόμους που περπατήσαμε, αυτά που κουβεντιάσαμε, τα αστεία που είπαμε, τον τρόπο με τον οποίο με κοίταζε λοξά όταν ένιωθε κάποια ανασφάλεια.
[...]
Αν και δειλός σε αυτά τα πράγματα, δεν θα έφευγα από τη Νέα Υόρκη αν δεν χάνονταν αυτή πρώτα. Διότι κάποια μέρα δεν ήταν εκεί για πρωινό, την επόμενη το ίδιο. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα την έβλεπα ξανά. Στο ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα το συνειδητοποίησα κι όλας. Με έπιασε μελαγχολία, αλλά σε κανέναν δεν μπορούσα να ομολογήσω το γιατί. Είναι η πρώτη φορά που το λέω σε κάποιον, έστω και σε μια κόλα χαρτί, οπότε σας ζητώ να συγχωρέσετε τη συγκίνηση μου.

Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα. Η Νέα Υόρκη είναι η εμπειρία που δυσκολεύομαι να περιγράψω περισσότερο από κάθε άλλη. Και ίσως είναι η μόνη που πραγματικά μου έδωσε κάτι να θυμάμαι, που γέμισε τον χώρο της κατά τα άλλα κενής ζωής μου.

25 Νοε 2007

Η γη δεν την παλεύει άλλο (ούτε κι εμείς, βέβαια).

Όλοι λένε ότι η γη την κάνει σιγά σιγά και εννοούν πως ο πλανήτης γίνεται αφιλόξενος για το είδος μας. Οι πλημμύρες, οι κακές καιρικές συνθήκες, οι πυρκαγιές, οι απότομες μεταβολές, οι τυφώνες, η όξινη βροχή, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι οργισμένοι ποταμοί, ο μολυσμένος αέρας μας απειλούν ολοένα και περισσότερο χρόνο με το χρόνο. Αρκετά είδη κινδυνεύουν με εξαφάνιση και σύντομα θα είμαστε κι εμείς ένα από αυτά. Ο αέρας θα γίνει βαρύτερος, οι θερμοκρασίες πιο ακραίες, το πόσιμο νερό ελάχιστο.

Κανείς δεν κατηγορεί τη μάνα γη μας, διότι γνωρίζουμε πως εμείς φταίμε, εμείς τα προκαλέσαμε όλα. Η γη, σαν στοργική μητέρα, δεν προσπαθεί να μας σκοτώσει, δεν το έχει πάρει προσωπικά. Αυτές οι απειλές είναι οι φυσιολογικές αντιδράσεις του οργανισμού της στη δική μας δραστηριότητα. Ο πολιτισμός μας σκοτώνει τη γη, διότι είναι άπληστος και αχόρταγος. Η επιβίωση της οικονομίας ("μας") απαιτεί τη συνεχή παραγωγή πλούτου. Για να παραχθεί πλούτος, πρέπει να υπάρξει εκμετάλλευση πηγών παραγωγής πλούτου (και ανθρώπων, αλλά αυτό δεν το εξετάζουμε αυτή τη στιγμή). Κάθε τόσο πρέπει να εκμεταλλευόμαστε έναν ανεκμετάλλευτο πόρο, να εντοπίζουμε νέες αποθήκες ενέργειας και να τις αδειάζουμε.
Ο άνθρωπος είναι ιός κι ο ανθρώπινος πολιτισμός καρκίνωμα στο σώμα της γης. Μεταδιδόμαστε παντού, πολλαπλασιαζόμαστε και κάνουμε όλες τις άλλες μορφές ζωής γύρω μας να πεθαίνουν. Έτσι λειτουργεί ο καρκίνος στο ανθρώπινο σώμα, έτσι λειτουργούμε κι εμείς. Ο ίδιος ο θεός, κατά τας γραφάς, μας ζήτησε να αυξανόμαστε και να κατακυριεύσουμε τη γη. Τότε τα λόγια του ακούγονταν ευχάριστα στ' αυτιά μας, τώρα όμως θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως ο θεός είναι κακός ή αυτά ήταν λόγια κάποιας σκοτεινής δύναμης που ήθελε το κακό μας.
Τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε. Τώρα πρέπει να δούμε δύο πράγματα: τί θα κάνουμε, και γιατί θα το κάνουμε.
Τί μπορούμε να κάνουμε; Είτε να προσπαθήσουμε να σώσουμε τον πλανήτη και τη ζωή σ' αυτόν, είτε να ΜΗΝ προσπαθήσουμε. Το πρώτο είναι κάτι που θα έκανε κάθε ευσυνείδητος πολίτης που αγαπάει τη φύση και αντιλαμβάνεται ποια είναι η θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Το δεύτερο θα το έκανε κάθε ωχαδερφιστής που δε δίνει δεκάρα για τη φύση και το περιβάλλον και το μόνο που τον νοιάζει είναι η δική του επιβίωση και καλοπέραση. Έτσι δεν είναι;
Είναι; Χμ, για να δούμε λίγο πιο προσεκτικά την εικόνα:

Αν ο στόχος είναι η επιβίωση της ζωής στον πλανήτη, τότε το πρόβλημα δεν είναι αυτή καθεαυτή η μόλυνση, αλλά ο ίδιος ο ανθρώπινος πολιτισμός. Θα πρέπει, λοιπόν, να εξαλείψουμε τον πολιτισμό. Πως θα το κάνουμε αυτό; Δεν ξέρω. Η ίδια η σκέψη της αναγκαιότητας εξάλειψης του πολιτισμού είναι πολιτιστικό παράγωγο. Άρα, αυτό που πρέπει να γίνει για να επιβιώσει ο πλανήτης είναι να εξαλειφθεί η μεγαλύτερη, ο άνθρωπος. Μόνο αν καταστραφεί η ανθρωπότητα, θα μπορέσει η γαία να κοιμάται ήσυχη, σίγουρη ότι για τις επόμενες, τουλάχιστον, χιλιάδες χρόνων δεν θα υπάρχει κανένα ον που να την απειλή τόσο άμεσα.
Άρα, αν κάποιος έχει βαθιά οικολογική συνείδηση, θα πρέπει να κάνει ότι μπορεί για να επιταχύνει την καταστροφή της ανθρωπότητας. Να καίει περισσότερο πετρέλαιο, να βάζει ερκοντίσιον ακόμα κι όταν δεν το χρειάζεται, να υποστηρίζει τους εκδημοκρατιστικούς πολέμους, να μπαζώνει τα ρέματα και να καίει τα δάση. Όταν εξαλειφθούμε σαν είδος, τα δάση θα πνίξουν στο πράσινο τα ερείπια των μεγαλουπόλεων μας.
Αντίθετα, αν περάσουμε στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, χρησιμοποιούμε περισσότερο τα μέσα μαζικής μεταφοράς και τα ποδήλατα, κλάνουμε λιγότερο κλπ. θα παρατείνουνε τη ζωή του είδους μας. Το είδος μας θα διατηρήσει τον πολιτισμό του, θα αναπτύξει κι άλλο την τεχνολογία του, και κάποια στιγμή θα μπορέσει να αποικήσει έναν άλλο πλανήτη. Τότε η μητέρα γη θα εγκαταλειφθεί, ρημαγμένη, ραδιενεργή, έρημη. Ο άνθρωπος θα επεκταθεί σαν ιός σε ολόκληρο το σύμπαν, και μετά από αρκετές χιλιάδες χρόνια, θα το ερημοποιήσει κι αυτό.
Αγαπάς τη φύση; Τότε πρέπει να εντείνεις την άσκοπη κατανάλωση ενέργειας, την ασύδοτη μόλυνση την κατάχρηση νερού, κλπ. Αγαπάς περισσότερο τον άνθρωπο; Τότε πρέπει να φροντίσεις άμεσα τη φύση. Τελικά τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, είναι ακριβώς ανάποδα.

19 Νοε 2007

[απόσπασμα] Δημοκρατία


Λαμβάνω την τιμή να εγκαινιάσω τούτο το χώρο, τη δεύτερη (και όχι την πρώτη) απόπειρά μου να παίξω μπάλα στη μπλογκόσφαιρα.

Κυρίες και κύριοι,
από μικρός γούσταρα να γράφω, όχι για να με διαβάζουν, αλλά για να βγάζω αυτά που έχω από μέσα μου, να λέω τη γνώμη μου. Σταδιακά κατάλαβα πως κάθε άνθρωπος έχει μία δική του άποψη για την πραγματικότητα, κι εγώ είχα ανάγκη να προβάλω τη δική μου, μαζί με κομμάτια που τότε δεν θεωρούσα πραγματικότητα, αλλά για κάποιο λόγο μου φαίνονταν πολύ σημαντικά. Ακόμα πιο μετά άρχισα να πιστεύω πως αυτά τα κομμάτια που σχετίζονται με τον υποκειμενικό μας κόσμο συνθέτουν, τελικά, τον αντικειμενικό. Η ανάγκη μου να διαστρεβλώσω την πραγματικότητα είναι ένα από τα κυριότερα αίτια που γράφω πότε πότε.
Μην υποτιμήσουμε, βέβαια, την άλλη ανάγκη, αυτή του να γράφουμε και να μας διαβάζουν. Κι ακόμα περισσότερο να μας σχολιάζουν θετικά και αρνητικά. Μοιάζει σαν κάτι που τρέφει τη ματαιοδοξία μας, αλλά είναι κι ένας μηχανισμός αλληλεπίδρασης με τον αντικειμενικό κόσμο (επομένως τις υποκειμενικότητες των άλλων) και ταυτόχρονα, ναι το παραδέχομαι, τρέφει και τη ματαιοδοξία μας. Γνωρίζω πως υπάρχουν κάποιοι πολύ έξυπνοι διδακτορικοί φοιτητές στη google που δουλεύουν ένα φίλτρο ματαιοδοξίας, ώστε να κόβει τα μπλογκοσχόλια που την τρέφουν ή να κάνει αόρατα στο ευρύ κοινό τα άρθρα στα οποία ελοχεύει ο ματαιοδοξικός κίνδυνος.
Από το 1996 είχα φτιάξει προσωπικές ιντερνετοσελίδες (ιστιοσελίδες τις λέγαμε τότε, που μπορεί να ήταν η λάθος λέξη, αλλά μας άρεσε περισσότερο) και μου άρεσε η αίσθηση ότι, γράφτα εσύ και μη σε νοιάζει ποιος τα διαβάζει. Δεν ήθελα να ελέγχω τους αναγνώστες μου. Αν κάτι ήθελα να μην το διαβάσει όλος ο κόσμος, απλώς δεν το έβγαζα στο ίντερνετ. Και τώρα έτσι γίνεται.
Τέλος πάντων, δε στοχεύω να μετα-σχολιάζω το μέσο στο οποίο αποτυπώνομαι (αν και μου αρέσει πολύ να το κάνω). Απλώς, επέτρεψα αυτή την απόλαυση στον εαυτό μου, επειδή, να, εγκαίνια είναι, ήπια και δυο ποτηράκια κονιάκ παραπάνω, στο κάτω κάτω, δημοκρατία έχουμε, ό,τι θέλω λέω.

Δημοκρατία είναι η θεωρία που ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι ξέρουν τί θέλουν και τους αξίζει να το πάθουν. Στο τεύχος #27 του Transmetropolitanτου Warren Ellis υπάρχει κάπου αυτό το καρεδάκι (ή μάλλον τμήμα καρεδακιού) που βλέπετε πάνω αριστερά και λέει αυτό που μόλις μετέφρασα (κάπως).

Υποθέτω ότι συνήθως κάτι τέτοια σχολιάκια όπως αυτό με τη δημοκρατία θα φιλοξενώ εδώ, καμιά φωτογραφία, καμιά μπαρουφίτσα, κι αν έχω περισσότερα να πω για κάτι, θα τα λέω. Όσο για 'σας, σερβιριστείτε, πάρτε κανένα λουκανικοπιτάκι, γνωριστείτε, αν θέλετε, μεταξύ σας, και α τά βρομε.