Δεομερικός -η -ο (επίθετο): Απίθανος, μοναδικός, εκπληκτικός! Παράγωγο: δεομερικότητα
Παράδειγμα: "Το νέο iPhone είναι δεομερικό!". Αλλά και ειρωνικά: "Έβαλες μπλε φωτάκια στο κάτω μέρος του παλιού σου ζάσταβα; Δεομερικό!".
Προέλευση: Από το αμερικάνικο awesome που είναι σύνθετη λέξη: awe (δέος) και some (μερικός).