Share It

8 Δεκ 2007

Σχετικά με το Θεό και τα Πάντα

Ο δρ. Ρούβγκοτ δεν κατάφερε ποτέ να γίνει γνωστός στην ακαδημαϊκή κοινότητα για κάποια από τις δημοσιεύσεις του πάνω στα διάφορα είδη μαθηματικής λογικής. Όσοι τον γνώριζαν, πάντως, θεωρούσαν ότι αυτό αποτελεί αδικία. Βλέπετε, ο Ρούβγκοτ είχε ακριβώς το παρουσιαστικό ανθρώπου που μπορεί να προσφέρει πολλά στην επιστήμη, κι όχι μόνο μπορεί, αλλά αυτή είναι η μόνη του επιλογή στη ζωή.

Πανέξυπνος, αφηρημένος, ακατάστατος, εξυπνάκιας μερικές φορές αλλά συνήθως αδιάφορος στις συζητήσεις των άλλων, με πολύ φτωχή προσωπική ζωή που έκρυβε μία αθώα αλλά φλογισμένη καρδιά, ο καθηγητής Κανόπ Ρούβγκοτ ήταν μάλλον ευχαριστημένος από τη θέση που κατείχε στο πανεπιστήμιο κάποιας ασήμαντης γερμανικής πόλης. Η έδρα του καθηγητή λογικής απέδιδε αρκετά για να ζήσει κανείς μία ήσυχη ζωή με ένα απλό αλλά άνετο σπίτι κι ένα άνετο γραφείο, σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς της μεσοπολεμικής Γερμανίας.

Βέβαια, η λέξη «άνετο» δεν ήταν η πρώτη που θα σκεφτόσουν αν έφερνες στο μυαλό σου το γραφείο του δρ Ρούβγκοτ. Ένας χαμός από χαρτιά, σχετικά ή άσχετα με τα επιστημονικά ενδιαφέροντα του προφέσορα, άδεια φλιτζάνια από καφέ, στρογγυλές κηλίδες που αποτελούσαν τα τελευταία ίχνη μερικών άλλων, για πάντα χαμένων, φλιτζανιών, και μπόλικη σκόνη. Το έπιπλο δεν ήταν αρκετό για να στεγάσει την ακαταστασία του καθηγητή μας. Χαρτιά και βιβλία υπήρχαν παντού στο δωμάτιο, ανάμεσα σε παλιά ρούχα που ο καθηγητής είχε ξεχάσει ότι διαθέτει, διαφημιστικά φυλλάδια προϊόντων που είχαν σταματήσει να πωλούνται έως και δεκαπέντε χρόνια πριν, και μερικά άλλα αντικείμενα που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε ούτε και θα μπορέσει να περιγράψει αφού θα παραμένουν αιώνια θαμμένα κάτω από άλλα τέτοια αντικείμενα και παχιά στρώματα σκόνης.

Ο Ρούφγκοτ αποκαλούσε το γραφείου του «το προσωπικό μου σύμπαν», όχι μόνο διότι ενδεχομένως να είχαν αναπτυχθεί εκεί νέες μορφές ζωής, αλλά κυρίως διότι σε αυτό το χώρο περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του. Ζούσε και δούλευε μόνος του, ξεχασμένος από τον κόσμο. Εξερευνούσε τα αχανή σύμπαντα των μαθηματικών και της λογικής, όχι για να πετύχει κάποια δημοσίευση ή για να είναι καλός στη δουλειά του, αλλά για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Τελευταία, βέβαια, δεν είχε και πολύ διάθεση για λεπτομέρειες και εξακριβώσεις. Έψαχνε να βρει κάτι ενδιαφέρον, κάτι που ο τομέας του δυσκολεύονταν να αγγίξει, κάτι στα όρια της λογικής. Στόχος του είναι να το μεταφέρει από τα όρια, στο επίκεντρο, να επιτρέψει στη λογική να το προσεγγίσει. Κι έτσι, το έριξε στη φιλοσοφία, ψάχνοντας, εκεί, τη μεγάλη φιλοσοφική ιδέα που μπορεί να εκφραστεί με μαθηματικά, αλλά κανείς δεν το έχει προσέξει.
Η προσήλωσή του στην αναζήτηση ενδιαφέροντος τον κράτησε πολύ μακριά από τις πολιτικές εξελίξεις. Η Γερμανία είχε ξεκινήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αυτός παρέμενε στο γραφείο του, ανενόχλητος. Ήταν οπαδός του Χίτλερ, αλλά περισσότερο από κεκτημένη ταχύτητα παρά διότι γνώριζε ή είχε δώσει ποτέ προσοχή στα πύρινα λόγια του Φύρερ. Ποτέ δεν τον απασχόλησε το αν ο αρχηγός τους θα κατάφερνε να κατακτήσει τον κόσμο.

Η μοίρα, όμως, τον έφερε μπροστά σ’ ένα άλλο ερώτημα, πολύ παλιό και πολύ μεγάλο. Και το ερώτημα ήρθε σε μορφή άρθρου εφημερίδας. Υπάρχει θεός; «Ερευνητής επιχειρεί να αποδείξει την ύπαρξη του θεού» ήταν ο τίτλος. Στην αρχή ο Ρούφγκοτ δεν το πήρε στα σοβαρά, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι ένα τέτοιο άρθρο πρέπει να είναι ενδιαφέρον, ακόμα κι αν λέει τρομερές μπαρούφες.

Και όντως, όχι μόνο υπήρχαν κάποιες λογικές ανακρίβειες, αλλά όλο το άρθρο έμοιαζε σαν φάρσα. Περιληπτικά, αναφέρονταν στη δουλειά του καθηγητή ΜακΝτάουν, ο οποίος μελετούσε την πανίδα της Ινδοκίνας. Σύμφωνα με το άρθρο, η πανίδα της Ινδοκίνας, και ποιο συγκεκριμένα το Ινδοκινέζικο Πάντα, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με το ζήτημα της ύπαρξης του θεού.

Ο Ρούφγκοτ αναζήτησε το άρθρο, καθώς και πληροφορίες πάνω στα Ινδοκινέζικα Πάντα. Το άρθρο του ΜακΝτάουν ήταν, πραγματικά, πολύ δυσεύρετο, σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, πράγμα που μεγάλωσε την περιέργεια του δικού μας καθηγητή. Αντίθετα, πληροφορίες για τα Πάντα βρήκε άφθονες. Μέσα σε μία εβδομάδα είχε μάθει πολλά για το συμπαθές είδος αρκούδας που ενδημούσε στην κεντρική Κίνα. Μερικά, ακόμα, υπήρχαν σε ζωολογικούς κήπους παντού στον κόσμο. Όχι, όμως, στην Ινδοκίνα. Δεν υπήρχε «Ινδοκινέζικο Πάντα». Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κανένας ζωολογικός κήπος της Ινδοκίνας δεν διέθετε κάποιο από τα κινέζικα. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε ούτε ένα Πάντα στην Ινδοκίνα.

Ο Ρούφγκοτ κατάλαβε ότι το άρθρο ήταν φάρσα, και μετά από δέκα ημέρες σταμάτησε να ασχολείται με το ζήτημα. Όταν μία από τις φοιτήτριες που είχε κοντά του για να τον βοηθάνε, βρήκε μία κόπια του άρθρου του ΜακΝτάουν, ο Ρούφγκοτ της ζήτησε να το παρατήσει πάνω σε μία τυχαία στοίβα από χαρτιά, και μετά το ξέχασε. Αφοσιώθηκε στη διδασκαλία του μέχρι το τέλος του εξαμήνου, χωρίς καν να φέρνει στη μνήμη του το περίεργο άρθρο εκείνης της εφημερίδας.

Όμως, στο τέλος του εξαμήνου, ο Ρούφγκοτ αποφάσισε να τακτοποιήσει το γραφείο του. Μοιραία, έπεσε πάνω στο άρθρο του ΜακΝτάουν, το οποίο προσπαθούσε να το ταξινομήσει σε ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης του, αλλά δεν θυμόταν με τι ήταν σχετικό. Έριξε μία ματιά στην περίληψη, θυμήθηκε, έξυσε το κεφάλι του, κάθισε στην πολυθρόνα και άρχισε να διαβάζει. Η ζωή του Ρούφγκοτ είχε αλλάξει για πάντα! (χα)

Ο τίτλος του άρθρου ήταν «Ασυνέπειες στη θεωρία της εξέλιξης, στην Ινδοκίνα». Ο ΜακΝτάουν ισχυρίζονταν ότι κάποια είδη θα έπρεπε να υπάρχουν στην Ινδοκίνα, αλλά δεν υπήρχαν. Ανέφερε 8 είδη πουλιών, δύο είδη φιδιών και τα Ινδοκινέζικα Πάντα. Για τα πουλιά και φίδια έλεγε πως δεν ήταν σίγουρος, αλλά τα Πάντα θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχουν σε αυτά τα μέρη. Προσπάθησε να δικαιολογήσει την άποψη του συνδέοντας φαινομενικά άσχετα γεγονότα, και χρησιμοποίησε τη λογική για να δείξει ότι τα πάντα θα έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχουν εκεί. Κι αν όχι να υπάρχουν ζωντανά, τουλάχιστον κάποια ίχνη ότι είχαν υπάρξει παλιότερα, κάποιος σκελετός, κάτι.

Ο Ρούφγκοτ παρατηρούσε την αψεγάδιαστη λογική επιχειρηματολογία του ΜακΝτάουν, και προχωρούσε το συλλογισμό του βήμα-βήμα. Μα που το πήγαινε αυτός ο άνθρωπος; Τί σχέση έχουν όλα αυτά με τα συμπαθή αρκουδάκια; Ο συλλογισμός ήταν εκτενής, πάνω από 38 πυκνογραμμένες σελίδες. Στο τέλος, υπήρχε αυτή η πρόταση «έτσι, αποδεικνύουμε ότι αν δεν υπάρχουν Πάντα στην Ινδοκίνα, τότε δεν υπάρχει θεός. Επομένως, κάπου πρέπει να υπάρχουν!».

Ο Ρούφγκοτ σοκαρίστηκε από αυτή την αποκάλυψη. Όλο το καλοκαίρι διάβαζε ξανά και ξανά το κείμενο του ΜακΝτάουν, επιβεβαίωνε την ορθότητα των συλλογισμών του, διάβαζε τις αναφορές και μάθαινε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να κατανοήσει κάθε μικρή λεπτομέρεια αυτής της απίστευτης ανακάλυψης. Το Σεπτέμβρη ήταν βέβαιος ότι ο ΜακΝτάουν είχε δίκιο. Αν δεν υπήρχαν Πάντα στην Ινδοκίνα, τότε δεν υπήρχε θεός!

Τρεις μήνες αργότερα ο ακόμα συγκλονισμένος Ρούφγκοτ διαβάζει μία ακόμα είδηση που θα παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Ο Άραβας παλαιοντολόγος Αλί Σαμούφ ισχυρίζεται ότι έχει ανακαλύψει το Πρώτο Πάντα της Ινδοκίνας. Πρόκειται για τον σκελετό ενός πάντα, που βρέθηκε αρκετά χιλιόμετρα νότια της Ινδοκίνας. Υπάρχουν και φωτογραφίες του Σαμούφ με ντόπιους κατοίκους και τον σκελετό του Πάντα μέσα σε μία σκαμμένη τρύπα.

Ο Ρούφγκοτ αναζήτησε περισσότερα στοιχεία για τον Σαμούφ, και δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να τα βρει. Ο Σαμούφ, βλέπετε, ήταν πιστός μουσουλμάνος, και είχε προξενήσει πολλές ζημιές στις γερμανικές επιχειρήσεις στη Σαχάρα. Τα στρατιωτικά αρχεία διέθεταν πλούσιο υλικό, και δεν αρνήθηκαν να το στείλουν στον Ρούφγκοτ, αφού, μάλιστα, τους διαβεβαίωσε ότι η έρευνά του σχετίζεται με την απόδειξη της καθαρότητας της φυλής.

Ο Σαμούφ είχε τύχει να γνωρίζει τη δουλειά του ΜακΝτάουν. Έτσι, όπως δήλωσε, «αν και δεν ήταν αυτός ο στόχος της έρευνας μου, τελικά απέδειξα ότι υπάρχει θεός». Ο Άραβας δεν αρκέστηκε στις δηλώσεις. Έγραψε μία πραγματεία σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, η οποία έγινε και βιβλίο. Είναι προφανές ότι ο Ρούφγκοτ ήταν ο μοναδικός που το διέθετε, στη μικρή γερμανική του πόλη, και εν μέσω πολέμου.

Την άνοιξη του επόμενου έτους, ο Ρούφγκοτ δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Ο Θεός, το Σύμπαν και τα Πάντα» (στα Γερμανικά δεν κάνει το λογοπαίγνιο) σε μία πολύ δημοφιλή εφημερίδα της χώρας του, σχολιάζοντας το βιβλίο του Σαμούφ. Στο έργο του, αμφισβητούσε την εγκυρότητα των συμπερασμάτων του βιβλίου. Το βασικό επιχείρημα του Σαμούφ είναι πως «εφόσον υπήρξε τουλάχιστον ένα Πάντα στην Ινδοκίνα, υπάρχει και Θεός». Ο Ρούφγκοτ αντέτεινε πως αυτό δεν αποδεικνύει την ύπαρξη του θεού, απλώς καταρρίπτει ένα επιχείρημα κατά της ύπαρξης του. Από επιστημονική σκοπιά, κατέληγε, το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού παραμένει ανοιχτό.

Το κείμενο του είχε μεγάλη επιτυχία, και αρκετοί άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων στη Ναζιστική Γερμανία το προσυπέγραψαν κι έστειλαν στον Ρούφγκοτ συγχαρητήρια μηνύματα. Θεωρήθηκε από πολλούς σαν μία νίκη της λογικής κατά του σκοταδισμού. «Το μόνο που δείξατε, κύριε Σαμούφ, είναι αυτό που γνωρίζαμε από πριν» είχε πει ο διάσημος, πλέον, Ρούφγκοτ στο ραδιόφωνο. «Μας δείξατε μόνο ότι ο Θεός ΙΣΩΣ υπάρχει».

Τελικά, ο Ρούφγκοτ κλήθηκε να συντονίσει μία ομάδα δεκαεπτά επιστημόνων και φιλοσόφων που εργάστηκε επί δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, αναλύοντας τα κείμενα των ΜακΝτάουν και Σαμούφ. Η ομάδα, αν και άργησε, παρήγαγε μία πλήρη ανάλυση των συγκεκριμένων κειμένων, επιβέβαιωσε το αρχικό συμπέρασμα του ΜακΝτάουν, και απέδειξε ότι ο Ρούφγκοτ είχε δίκιο. Ο Θεός ΙΣΩΣ υπήρχε, αλλά όχι σίγουρα.

Εκτός, όμως, από αυτό, η ομάδα των δεκαεπτά κατέληξε και σε μερικά άλλα συμπεράσματα, επεκτείνοντας το έργο του ΜακΝτάουν. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι «ο Θεός υπάρχει αν και μόνο αν υπάρχει ή υπήρξε τουλάχιστον ένα Πάντα στην Ινδοκίνα, το οποίο να μην μεταφέρθηκε εκεί επί τούτου, με παρεμβολή ανθρώπινου παράγοντα, ούτε και να αποτελεί απόγονο Πάντα μεταφερμένου εκεί επί τούτου, από ανθρώπινο παράγοντα».

Η ανακοίνωση του αποτελέσματος, αιφνιδίασε τους πάντες (λογοπαίγνιο). Ουσιαστικά, οι Δεκαεπτά του Βερολίνου είχαν αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, βασισμένοι στο έργο του ΜακΝτάουν και το εύρημα του Σαμούφ. Είχαν δήξει ότι η επιχειρηματολογία του άραβα ήταν λάθος, αλλά με τις έρευνες του είχαν παρέχει οι ίδιοι την σωστή επιχειρηματολογία για να ξεκαθαρίσει μία για πάντα (κι άλλο λογοπαίγνιο) πως αν τα συμπαθή ζωάκια έχουν υπάρξει στην Ινδοκίνα, τότε υπάρχει Θεός. Κι αφού ο σκελετός ενός τέτοιους ζώου εντοπίστηκε από τον Σαμούφ, τα Πάντα υπήρξαν στην Ινδοκίνα μία εποχή που άνθρωπος δεν μπορούσε να πατήσει. Άρα; Άρα υπάρχει θεός!

Δυστυχώς, το αποτέλεσμα δεν έφτασε ποτέ έξω από τα σύνορα της Γερμανίας, τουλάχιστον όχι με την αίγλη που του άξιζε. Οι μυστικές υπηρεσίες του Χίτλερ απήγαγαν τους Δεκαεπτά και κράτησαν το έργο για τους εαυτούς τους. Όσοι επιστήμονες είχαν ενημερωθεί, εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο ίδιος ο Ρούφγκοτ αυτοκτόνησε το 1943. Δύο ακόμα από τους επιστήμονες χάθηκαν και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ. Οι υπόλοιποι είδαν ξανά το φως της ελευθερίας μόνο όταν ο Χίτλερ έχασε οριστικά τη μάχη. Οι σύμμαχοι τους απελευθέρωσαν.

Η μοίρα όσων απέμειναν από τους Δεκαεπτά του Βερολίνου ήταν άλλοτε η προσήλωση στα θεία, κι άλλοτε η τρέλα. Τελικά, σχεδόν όλοι κατέληξαν σε διάφορα μοναστήρια διαφόρων θρησκειών. Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία, όμως, ήταν αυτή του Βόλφρανκ Μπράλχεν.

Ο Γερμανοεβραίος, πρώην κομουνιστής, δεν μπορούσε να γίνει θεοσεβούμενος τόσο εύκολα. Όχι μετά από όσα είχε περάσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν οι μυστικές υπηρεσίες ανακάλυψαν την Εβραϊκή καταγωγή του. Μετά από μία διετή θητεία σε φρενοκομείο της Γερμανικής πρωτεύουσας, τον άφησαν να φύγει ως «ακίνδυνο». Για δεκαεπτά χρόνια ο Μπράλχεν μελετούσε Νίτσε, και έβγαζε τα προς το ζην με προλόγους σε επανεκδόσεις των έργων του, καθώς και τα χρήματα από τη δουλειά της γυναίκας του. Σταδιακά, οι πρόλογοι έγιναν πιο λεπτομερείς, και προχώρησαν σε μελέτες. Αργότερα, ο Μπράλχεν έγινε γνωστός για τα εύγλωττα σχόλια του πάνω στο έργο σχεδόν όλων των Γερμανών φιλοσόφων.

Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 70, περίπου τριάντα χρόνια μετά την δημοσίευση της εργασίας των Δεκαεπτά. Το ζήτημα είχε ξεχαστεί, αν και το Βατικανό χρησιμοποιούσε συχνά την εργασία αυτή για να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού σε όσους δυσπιστούσαν. Ο Μπράλχεν, όμως, συμπεριφέρονταν περίεργα. Οι δικοί του άρχιζαν να υποψιάζονταν ότι η παλιά του τρέλα τον είχε επισκεφθεί και σχεδόν επιβεβαίωσαν τους εαυτούς τους όταν ο Μπράλχεν τα εγκατέλειψε όλα και έφυγε για την Ινδοκίνα.

Ο σύζυγος του και οι δύο του γιοι τον έψαχναν απεγνωσμένα. Σπατάλησαν ένα τεράστιο ποσό για να γυρίσουν τις περισσότερες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και σε ντετέκτιβ που υπόσχονταν να τον εντοπίσουν. Τελικά, η μικρή κόρη του Μπράλχεν είχε την ιδέα «θα πάει να βρει το σκελετό στην Ινδοκίνα». Οι έρευνες επικεντρώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή. Τελικά, ο Μπράλχεν εντοπίστηκε.

Όταν η οικογένεια του έφτασε στο αστυνομικό τμήμα του μικρού χωριού, ο Μπράλχεν είχε πιάσει κουβεντούλα με τους αστυνομικούς, κι έδειχνε ευδιάθετος. Φάνηκε χαρούμενος που είδε τους δικούς του, τους ζήτησε συγνώμη, και τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να τον δουν να τρελαίνεται ξανά. Παρ’ όλη τη δυσπιστία τους, τα μέλη της οικογένειας Μπράλχεν δέχτηκαν πίσω τον πατέρα και σύζυγο σαν θεραπευμένο από μία ασθένεια που τον είχε ταλαιπωρήσει για καιρό. Κι είναι αλήθεια ότι μόλις πάτησαν το πόδι τους στη Γερμανία, ο Βόλφρανκ Μπράλχεν ξαναβρήκε την παλιά του δουλειά, και δεν βιάστηκε καθόλου να δημοσιεύσει τα κείμενα που είχε ετοιμάσει όσο βρισκόταν στην Ασία.

Η δημοσίεύση τους, όμως, έσκασε σαν κεραυνός. Ο γερμανός πρώην καθηγητής λογικής είχε περιγράψει όλη την ιστορία. Τις δυσκολίες του με τη γλώσσα, τα κουνούπια, τις όμορφες ανατολίτισσες, το πως άκουσε κάτι φήμες για το σκελετό του Πάντα του Σαμούφ, πως τις ακολούθησε, και πως τελικά ανακάλυψε πως ο Σαμούφ είχε κλέψει τα κόκαλα του προϊστορικού Πάντα από το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, πως τα είχε μεταφέρει κρυφά στη Νότια Ινδοκίνα, πως τα είχε θάψει τη νύχτα και ξεθάψει το πρωί, παριστάνοντας ότι είναι ένα μεγάλο εύρημα. Μετά από αυτό, η γυναίκα του ζήτησε διαζύγιο.

Αυτό, όμως, που έχει κάποια σημασία είναι πως ο Μπράλχεν είχε μόλις καταρρίψει το επιχείρημα των Δεκαεπτά του Βερολίνου περί ύπαρξης του Θεού. Από τότε, πολλοί είναι αυτοί που προσπάθησαν να βάλουν κάποιο Πάντα στην Ινδοκίνα, αλλά κάθε φορά ξεσκεπάζονταν η απάτη τους. Το ζήτημα της ύπαρξης του Θεού παραμένει ανοιχτό, αν και λίγοι γνωρίζουν τη σχέση του με τα Πάντα της Ινδοκίνας.

Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι είναι ενημερωμένοι για το κείμενο των Δεκαεπτά ή τα έργα των ΜακΝτάουν και Σαμούφ. Συνήθως, αυτά τα ονόματα συνδέονται με θρύλους της Ναζιστικής Γερμανίας, με Ναΐτες ιππότες και μασόνους. Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ πιο καθαρή. Το έργο των Δεκαεπτά υπάρχει στο Βατικανό, και περιέχει μέσα τα έργα των ΜακΝτάουν και Σαμούφ. Ακόμα και σήμερα το Βατικανό επιδεικνύει αυτό το κείμενο σαν την πιο επιστημονική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Όμως, κανένας λογικός άνθρωπος δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Ίσως το κείμενο να έχει ξεχαστεί εντελώς αν και όταν βρούμε το πρώτο γνήσιο Πάντα της Ινδοκίνας...

Δεν υπάρχουν σχόλια: