Share It

6 Δεκ 2007

Σύντομο οδοιπορικό στον κόσμο, με οδηγό τις σημειώσεις του Οδυσσέα

Οι ομοιότητες του κυρίου Οδυσσέα με τον συνονόματό του ομηρικό ήρωα είναι τόσο έντονες, που δύσκολα θα πίστευε κάποιος ότι τούτη εδώ η ιστορία είναι πραγματική. Και οι δυο τους ταξίδεψαν σε σχεδόν όλα τα μήκη και τα πλάτη του γνωστού κόσμου, και οι δυο τους είχαν από μία πιστή σύζυγο να τους περιμένει όσο ταξίδευαν, και οι δυο τους είχαν από ένα μοναχογιό που δεν τον παρακολούθησαν να μεγαλώνει. Όμως, ως εκεί. Διότι ο κύριος Οδυσσέας κάθε άλλο παρά πολυμήχανος ήταν. Αλλά και σαν προσωπικότητα, όλοι τον θυμούνται αδιάφορο και μίζερο άνθρωπο, χωρίς πολλά ενδιαφέροντα, περισσότερο στα πρότυπα ενός υπαλληλάκου σε λογιστικό γραφείο. Η δε Ιθάκη του, δεν είναι τίποτα άλλο από μία μικρή μεζονέτα σε κάποιο ασήμαντο προάστιο της πόλης, με ένα μικροαστικό σαλόνι, τηλεόραση, πολυθρόνα με παντόφλες, ήσυχη οικογενειακή ζωή.

Πολλοί πιστεύουν πως ο κύριος Οδυσσέας νοστάλγησε την μικροαστική ησυχία, αφού πρώτα χόρτασε τα ταξίδια και τις περιπέτειες. Κάτι τέτοιο μόνο εν μέρη είναι σωστό, τουλάχιστον απ’ όσο έχω καταλάβει διαβάζοντας τις σημειώσεις του. Διότι ο κύριος Οδυσσέας ποτέ του δεν γούσταρε να ταξιδεύει. Αυτό που πάντα ήθελε ήταν μια πολυθρόνα με τηλεόραση, μία άσκοπη ζωή που απλά περιμένει υπομονετικά το θάνατο να την ολοκληρώσει. Τα ταξίδια αποτελούσαν, γι αυτόν, ένα Γολγοθά που αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει, αποκλειστικά και μόνο επειδή δεν ήταν αρκετά ισχυρή προσωπικότητα. Η περιουσία που κληρονόμησε από τους γονείς του, σε συνδυασμό με τους περιπετειώδεις φίλους του, τον οδήγησαν σε μία σειρά από ασταμάτητες περιπλανήσεις, σε τουριστικά θέρετρα, μητροπόλεις, ερημικά τοπία, απομονωμένους παραδείσους και ό,τι άλλο μπορεί να ονειρευτεί μία ταξιδιάρα ψυχή. Όμως στον ίδιο δεν άρεσαν καθόλου ούτε τα ταξίδια, ούτε οι τόποι ούτε οι άνθρωποι που συναντούσε εκεί. Κάθε φορά έλεγε μέσα του «αυτό θα είναι το τελευταίο», αλλά πάντοτε οι συγκυρίες της ζωής τον έβγαζαν στο δρόμο, να ταξιδεύει προς τον επόμενο προορισμό.

Η μεγάλη διαφορά του κυρίου Οδυσσέα σε σχέση με τον άλλο, τον ομηρικό, είναι ότι όταν επέστρεψε επιτέλους στην Ιθάκη του, κανένας δεν τον περίμενε με ανυπομονησία. Η γυναίκα του είχε συμβιβαστεί να ζει μόνη της, ο γιος του δεν τον γνώρισε ποτέ στ’ αλήθεια, και σκύλο δεν είχε. Έτσι, αυτός προσπάθησε να τους κινήσει το ενδιαφέρον με τις ταξιδιωτικές του ιστορίες, παρ΄ ότι τις σιχαίνονταν. Όμως, ούτε και γι αυτές ενδιαφέρθηκαν. Φανταστείτε την τραγική μοίρα αυτού του ανθρώπου που βρέθηκε εγκλωβισμένος μέσα στο ίδιο του το όνειρο, να ζει με την οικογένειά του, αλλά να περνάει απαρατήρητος, ο αόρατος άνθρωπος, κάποιος για τον οποίο δεν ενδιαφέρεται Κανείς (άλλη μία ομοιότητα με τον Ομηρικό συνονόματό του). Το μόνο που του απέμεινε για να απαλύνει την τραγική του ρουτίνα, ήταν να καταγράψει στο χαρτί τα ταξίδια που κατέστρεψαν τη ζωή του.

Δεν γνωρίζω αν στον κύριο Οδυσσέα άρεσαν κάποτε τα ταξίδια ή αν είχε ευτυχισμένες στιγμές εκεί που πήγε. Ίσως η τραγικότητα των τελευταίων χρόνων της ζωής του να αποτελεί την αιτία που τα γραπτά του αποπνέουν μία τόσο έντονη απέχθεια για κάθε τόπο, άνθρωπο και βίωμα που περιγράφει. Ωστόσο, άθελά του, μας έδωσε ένα πολύ πρωτότυπο έργο, αποσπάσματα του οποίου σας παρουσιάζω παρακάτω. Αν, τώρα, εσείς θέλετε το πλήρες κείμενο, σας ενημερώνω ότι το έχω στη διάθεσή μου, και μπορείτε να αποκτήσετε ένα αντίτυπο, αν επικοινωνήσετε μαζί μου (στην ηλεκτρονική διεύθυνση saxtouri@csd.uoc.gr ).

Πράγα, 1996


[...]
«Αυτό θα είναι το τελευταίο μου ταξίδι, το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου. Δεν πάει άλλο, τόσες ταλαιπωρίες. Πάντα με ταλαιπωρούσαν τα ταξίδια, από το πρώτο που είχα κάνει, πριν από 40 χρόνια, και βάλε. Τότε ο Αποστόλης, το άτομο που με έσερνε, τότε, από εδώ κι από ‘κει, είχε πει πως θα τα συνήθιζα με τον καιρό. Εγώ, θυμάμαι, του απάντησα πως δεν θα χρειαστεί, διότι δεν θα έκανα άλλο ταξίδι, αυτό θα ήταν το τελευταίο. Και οι δυο μας κάναμε λάθος.»
Τούτες τις σημειώσεις σας παραθέτω, αγαπητοί αναγνώστες, από το μικρό μου σημειωματάριο. Πρέπει να τα έγραφα μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Ω, τι πολυτελές που έμοιαζε απ’ έξω, μα πόσο άθλια ήταν τα δωμάτια, πόσο βρώμικη η τουαλέτα! Είχα σιχαθεί την ψεύτικη πολυτέλεια, φτηνό μακιγιάρισμα για την βρώμα που έκρυβαν μέσα τους αυτά τα ξενοδοχεία των πρώην ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών. Αν έχετε διαβάσει όλα τα προηγούμενα, θα γνωρίζετε, ασφαλώς, ότι αυτό ήταν το τελευταίο μου ταξίδι, και θα έχετε δει πόσο ψεύτικα είναι όλα όταν ταξιδεύεις.

Η Πράγα είναι μία αφόρητη πόλη. Δεν ξέρω πως είναι για τους πραγματικούς ανθρώπους, και δε με νοιάζει. Τους ένοιαξε αυτούς πως είναι η πόλη τους για εμένα, τον καταδικασμένο σε αιώνιο τουρισμό; Ήρθε κανείς ποτέ να μου πει κάτι αληθινό; Όχι! Μόνο προσφορές για αντικείμενα και υπηρεσίες που θα ακούγονταν φτηνά σε εμένα, αλλά ακριβά στους Τσέχους. Όλα εμπόριο.

Ο Παναγιώτης, που με συντρόφευε σε αυτό το ταξίδι, ήταν εκνευριστικά ενθουσιασμένος με την αρχιτεκτονική της πόλης. «Μοναδική» έλεγε, διότι δεν είχε δει όλες τις αρχιτεκτονικές του κόσμου να επαναλαμβάνονται σαν εφιάλτης ξανά και ξανά. Καμία ιδιαιτερότητα στο απαίσιο γοτθικό μα και σλαβικό στυλ των ιστορικών κτηρίων της πόλης. Και πόση ιστορικότητα έκρυβαν αυτά τα κτήρια! Τα είχαν χτίσει βασιλιάδες που έπιναν το αίμα του κοσμάκη. Κάθε λιθάρι ήταν κι ένας νεκρός εργάτης, ένας βάρβαρος δούλος. Μόνο ο βαρετός ποταμός που διασχίζει την πόλη γνωρίζει πόσο αίμα έχει ξεπλύνει στα ατέλειωτα χρόνια αιματοχυσιών που έχει βιώσει αυτή η καταραμένη πολιτεία.

Στην Πράγα τα κτήρια είναι βρώμικα, εγκαταλελειμμένα. Το προηγούμενο καθεστώς δεν τους έδωσε την απαραίτητη προσοχή, και καλά έκανε, αν θέλετε τη γνώμη μου. Το καθεστώς είναι υπεύθυνο για πολλά δεινά σε αυτή τη χώρα. Όπως, για παράδειγμα, οι φτηνές πουτάνες που βρίσκονται παντού στο κέντρο, σε κάθε σοκάκι, αλλά και στις κεντρικές πλατείες. Παντού μαγαζιά με σεξ. Ακόμα και στα νιάτα μου, δεν πιστεύω να είχα σιχαθεί περισσότερο αυτό που έβλεπα κάθε φορά που κάναμε μία βόλτα. Κι ακόμα μεγαλύτερη από τη σιχαμάρα ήταν η βαθιά θλίψη. Ένα ολόκληρο έθνος εκπορνεύονταν στα παζάρια της δύσης, για ένα κομμάτι ψωμί. Κι αν σκεφτείς τι τους περιμένει τους κακομοίρηδες, πως πρόκειται να χάσουν ό,τι ιερό και όσιο έχουν, για λίγα ψίχουλα επιχορηγήσεων, η θλίψη γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.

Όπως και οπουδήποτε στον κόσμο, έτσι κι εδώ, ήμουν απλώς ένας τουρίστας. Ένας θλιμμένος τουρίστας, με μεγάλη εμπειρία στις τουριστικές καταθλίψεις. Η Πράγα δεν είχε τίποτα για ‘μένα, και το γνωρίζαμε κι οι δύο. Ο φίλος μου έλεγε πως γκρινιάζω χωρίς λόγο. Μα δεν έβλεπε μπροστά του; Αυτό το θέαμα είναι απαίσιο, και το μόνο που θα ήθελα είναι να με πάρουν αμέσως από ‘δω, και να με στείλουν στο χωριό μου, όπου τα πράγματα δεν είναι ψεύτικα, τουλάχιστον για ‘μένα. Εκεί οι άνθρωποι ξέρουν ποιος είμαι και μου φέρονται αναλόγως. Οπουδήποτε αλλού, με αντιμετωπίζουν σαν έναν αγοραστή σουβενίρ. Πάρτε μ’ από ‘δω, ω, πάρτε μ’ από ‘δω!
[...]
Αγαπητέ αναγνώστη, μόνο που φέρνω στο μυαλό μου τα όσα έζησα στο φριχτό αυτό ταξίδι, με πιάνει η καρδιά μου. Ούτε στο χειρότερό μου εχθρό δεν θα ευχόμουν να νιώσει τόσο άσχημα. Να ξέρεις, αναγνώστη, πως όλη αυτή την ταλαιπωρία, τις δύσκολες αναμνήσεις, τις φέρνω στο μυαλό μου αποκλειστικά και μόνο για το δικό σου καλό, για να παραδειγματιστείς από την εμπειρία μου, και να μην πας ποτέ σου στην Πράγα ή οπουδήποτε αλλού.
[...]

Παρίσι, 1987


[...]
Εδώ θα πρέπει να τονίζω πως ο σύντροφός μου είναι ο καλύτερος που είχα ποτέ. Συμφωνούμε σε πολλά πράγματα. Για παράδειγμα, μας εκνεύρισε και τους δύο το σνομπ ύφος των Γάλλων. Το πρωινό στο ξενοδοχείο μας έφερε αναγούλα: βούτυρα, μαρμελάδες, κρουασάν, όλα σου αφήνουν μία βαριά αίσθηση λίπους στο στόμα, ενώ το μόνο που θέλεις στ’ αλήθεια είναι ένας καφές.

Τέλος πάντων, ξεκινήσαμε για μια βόλτα στην πόλη του φωτός, όπως τη λένε οι άσχετοι. Κανονικά θα έπρεπε να τη λένε «πόλη του σκατός». Κρίνουν με βάση την εξωτερική εικόνα, αλλά αν περπατήσουν, θα νιώσουν τη μπόχα, θα δουν τον βρώμικο ποταμό που κυλάει στη μέση. Έχω γνωρίσει πολλούς Γάλους. Είναι όλοι τους βρομιάρηδες και κωλόφλωροι. Από τις πιο απεχθείς φυλές στον κόσμο. Και το Παρίσι είναι γεμάτο από δαύτους.

Όπως και σε άλλες Ευρωπαϊκές μητροπόλεις, έτσι κι εδώ έχουν γεμίσει τον τόπο με βαρετά μουσεία και αίθουσες τέχνης. Οι τουρίστες πηγαίνουν χαρούμενοι να τα δουν. Ψεύτικα χαρούμενοι, γιατί εγώ ξέρω καλά πόση κατάθλιψη νιώθουν. Μόνο και μόνο το ταξίδι, η αλλαγή περιβάλλοντος, το γεγονός ότι ξεφεύγουν από τις καθημερινές τους συνήθειες, όλα αυτά τους προκαλούν απίστευτο άγχος και φόβο. Και όμως, προσπαθούν να το κρύψουν επαναλαμβάνοντας στον εαυτό τους πόσο χαρούμενοι νιώθουν. Χαμογελάνε ψεύτικα, κάνουν πως ενθουσιάζονται από τα ακαταλαβίστικα έργα και συνήθειες που συναντούν.

Εγώ κι ο φίλος μου δεν κρυβόμαστε. Είμαστε κι εμείς τουρίστες σε αυτή την κόλαση, που ονομάζουν, ειρωνικά ίσως, Πόλη του Φωτός, αλλά τουλάχιστον γνωρίζουμε πόσο άσχημα νιώθουμε. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να γκρινιάζουμε κι οι δύο συνεχώς. Το ένα μας βρωμάει, το άλλο μας ξινίζει. Ο σύντροφός μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα με τη γκρίνια του, αλλά τον υπομένω, διότι κι εγώ γκρινιάζω συνέχεια, σε όλα τα (πολλά) ταξίδια που έχω κάνει. Όμως, η γκρίνια του δε βοηθάει την κατάσταση, αντίθετα, την κάνει πιο αφόρητη.
[...]
Αποφασίσαμε να κάνουμε έναν απολογισμό. Σε λίγες ώρες θα πετούσαμε πίσω στην πατρίδα, και έπρεπε να βρούμε τι μας άρεσε και τί δε μας άρεσε. Κυρίως το πρώτο, που ήταν και πιο δύσκολο. Εμένα δε μου άρεσε τίποτα. Του φίλου μου του άρεσαν, αν θυμάμαι καλά, τα μικρά καφέ που είναι διάσπαρτα σε κάθε γωνιά του κέντρου. Τα καφέ τα γεμάτα υποκρισία, με το ψευτοκουλτουριάρικο ύφος τους, τα γκαρσόνια που δε σου δίνουν σημασία, τις αυστηρές απαγορεύσεις για το κάπνισμα, τα στενά τραπεζάκια, τους μικροσκοπικούς καφέδες που σερβίρουν. Τί ακριβώς του άρεσε σε αυτά τα κέντρα βασανισμού; Θυμάμαι ότι καθώς αυτός έλεγε, εγώ σχολίαζα. Είχα εκνευριστεί, γιατί ο φίλος μου με είχε προδώσει. Είχε παρασυρθεί από το τεράστιο πλήθος των τουριστών, κι είχε βρει ψεύτικα επιχειρήματα για να αναγκάσει τον εαυτό του να είναι χαρούμενος που ήρθε εδώ. Εγώ το έχω μετανιώσει, όπως έχω μετανιώσει και για όλα μου τα ταξίδια, αυτά που προηγήθηκαν αλλά και όσα ακολούθησαν. Όπως έχω μετανιώσει για σχεδόν όλη τη ζωή μου.
[...]

Κούβα, 1979


[...]
Το πρωί σηκώθηκα, κι έκανα μια βόλτα στην παραλία της Αβάνας, δίπλα στο κύμα, καπνίζοντας ένα τοπικό πούρο. Τα κύματα έσκαγαν σε λεπτές σταγονίτσες που δημιουργούσαν μπόλικη υγρασία, με αποτέλεσμα το πούρο να μην ανάβει καλά. Έτσι, με ανάγκαζε να τραβάω γερές ρουφηξιές, και να βήχω συνέχεια. Πολύ σύντομα ο βήχας έγινε ανεξέλεγκτος. Είχα διπλωθεί στα δύο και έβηχα. Οι περαστικοί με κοιτούσαν περίεργα, και μου έλεγαν κάτι στα Ισπανικά. Πλήθος είχε μαζευτεί γύρω μου, αλλά παραμέρισε για δύο αστυνομικούς που με πλησίασαν, και συνέχισαν να με ρωτάνε κάτι στα Ισπανικά.

Ο φίλος μου ήθελε να γυρίσει τη χώρα με αμάξι. Δεν τον ακολούθησα σε αυτή την περιπέτεια. Όπως κι εκείνος δεν ήταν εκεί στη δική μου περιπέτεια με την Κουβανική αστυνομία. Οι μπάτσοι πήραν το πούρο μου, και το περιεργάστηκαν, ενώ εγώ τους ζητούσα ένα ποτήρι νερό. «Άκουα, άκουα» φώναζα. «Άκουα» μου απάντησε ο ένας, δείχνοντας μου τη θάλασσα. Δεν ξαναμίλησα. Με πήραν και με οδήγησαν σε ένα παλιό αμερικάνικο αυτοκίνητο της αστυνομίας. Μου έλεγαν κάτι, δείχνοντάς μου το πούρο. Με έψαξαν, σχεδόν με τη βία. Δεν πείραξαν τα λεφτά μου, αλλά κατάσχεσαν τα πούρα που είχα στο σακάκι μου.

Τελικά, βρέθηκα στο αστυνομικό τμήμα, μέσα σε ένα υγρό κελί, μαζί με δύο μαύρους κρατούμενους, κι άλλους δύο μαύρους φύλακες. Δεν ήξερα Ισπανικά, κι ανησυχούσα πως θα μπλέξω σε μια μεγάλη παρεξήγηση. Μετά από αρκετές ώρες αβάσταχτης αναμονής, με οδήγησαν σε ένα γραφείο, πιθανότατα κάποιου αξιωματικού. Με έβαλε να καθίσω, και προσπάθησε, με σπασμένα αγγλικά, να με ρωτήσει κάτι για τα πούρα μου, που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο.

Ως τυπικός τουρίστας, είχα αγοράσει αρκετά πούρα Αβάνας, περισσότερο για να τα μοιράσω σε φίλους και γνωστούς. Είχα δυσκολευτεί να τα βρω, αν και υποτίθεται πως εδώ κάτι τέτοιο θα ήταν πιο εύκολο. Τελικά, κάποιος που με άκουγε να προσπαθώ να συνεννοηθώ με έναν καπνοπώλη, περίμενε να βγω από το μαγαζί, και μου είπε να τον ακολουθήσω. Με πήρε παράμερα, σε μια άθλια φτωχογειτονιά, από τις πολλές της πόλης, και μου έδειξε μία κούτα με πούρα. Έτσι, αγόρασα μερικά.
[...]
Τελικά, ο φίλος μου ήρθε και με έσωσε. Ο ίδιος γνωρίζει καλά Ισπανικά, οπότε συνεννοήθηκε με τον διοικητή. Το πρόβλημα ήταν πως απαγορεύεται να έχεις πάνω από μερικά πούρα στη διάθεσή σου. Επομένως, ήμουν παράνομος. Ο φίλος μου παρακάλεσε τον διοικητή, του έδωσε και μερικά χαρτονομίσματα, και τελικά αυτός δέχτηκε να με αφήσει, κρατώντας, βέβαια, τα πούρα.

Αυτοί οι τύποι που λαδώνονται, υπάρχουν παντού στον κόσμο. Σου στήνουν καταστάσεις, μόνο και μόνο για να σε αναγκάσουν να τους λαδώσεις για να μην σε ταλαιπωρήσουν υπερβολικά. Έχω βρεθεί κι άλλες φορές σε αντίστοιχες καταστάσεις, τόσες πολλές που αν μπορούσα να συνεννοηθώ κάπως με τον διοικητή, θα τον είχα λαδώσει μόνος μου. Ίσως να είχα κρατήσει και μερικά πούρα.
[...]
Οι περιπετειώδεις διακοπές σε χώρες εκτός της προοδευμένης καπιταλιστικής ζώνης δεν μου ταιριάζουν καθόλου. Ούτε κι οι διακοπές στις προοδευμένες χώρες μου ταιριάζουν, αλλά εδώ τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Η αθλιότητα του ανθρώπινου είδους δεν κρύβεται, σου παρουσιάζεται σαν γυμνή αλήθεια. Τα πράγματα είναι όπως τα βλέπεις: χάλια. Ταυτόχρονα, δεν έχεις κάποιο τρόπο να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Οι πολυτέλειες απουσιάζουν, και οι κανόνες του παιχνιδιού είναι διαφορετικοί από αυτούς που έχεις συνηθίσει.

Η όποια γοητεία της Κούβας εξατμίζεται μόλις συναναστραφείς με τους εκεί ανθρώπους, μόλις βιώσεις το μηχανισμό με τον οποίο δουλεύουν τα πράγματα. Εκνευρίζεσαι, μπλέκεις σε δύσκολες καταστάσεις, και τελικά παλεύεις περισσότερο για να επιβιώσεις, παρά για να ανεχθείς την τουριστική σου ιδιότητα. Μερικές φορές, βαθιά μέσα μου, ένιωσα να ευχαριστιέμαι αυτή την περιπέτεια. Για λίγες ώρες δεν ήμουν τουρίστας, ήμουν απλώς ξένος. Η ιδιότητά μου ήταν τραγική, αλλά ίσως προτιμότερη από την ψεύτικη ιδιότητα του τουρίστα, που αγοράζει με τα λεφτά του φιλοξενία ανθρώπων που δεν θέλουν να τον φιλοξενήσουν.

Νέα Υόρκη 1969


[...]
Ομολογώ, λοιπόν, ότι αυτό το ταξίδι μου είχε φανεί πολύ ενδιαφέρον στην αρχή. Η μεγάλη πόλη ασκούσε επάνω μου κάποια γοητεία κι αυτό ήταν πολύ σπάνιο φαινόμενο. Όμως ας μην ξεχνάμε ότι αυτό ήταν ένα από τα πρώτα μου ταξίδια. Και πόσο πιο νέος ήμουν τότε, γεμάτος ενέργεια, αντοχές. Δεν με ενοχλούσαν οι ταλαιπωρίες, ρουφούσα με σχετικό θαυμασμό κάθε τι καινούριο που έβλεπα. Μου έχει καρφωθεί στο μυαλό μια εικόνα ενός μπουκαλιού μπύρας που το είχαμε μετατρέψει σε τασάκι. Τώρα αυτό θα έμοιαζε σαν κάτι άθλιο, αλλά τότε ήταν τόσο ρομαντικό, οι δύο φίλοι που κάνουν ένα τσιγάρο στην άκρη της γέφυρας του Μπρούκλιν, χρησιμοποιώντας ένα άδειο μπουκάλι μπύρας για τασάκι.

Μέχρι που είδα εκείνη την κοπέλα, ποτέ δεν έμαθα το όνομα της, αλλά τώρα, μετά από τόσα χρόνια μπορώ να πω ότι την ερωτεύτηκα. Ήμουν κι όλας παντρεμένος τότε, και δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να παραδεχτεί ένα τέτοιο έρωτα, μία έστω και νοητική απιστία προς τη γυναίκα μου. Από την άλλη, όμως, εκείνη η άγνωστη είναι ίσως η μοναδική γυναίκα για την οποία ένιωσα κάτι τόσο έντονο.
[...]
Τη θυμάμαι να κάθεται στο δίπλα τραπέζι όταν παίρναμε πρωινό, και να μας ρίχνει κλεφτές ματιές. Τη θυμάμαι, αργότερα, να μας ρωτάει με ενδιαφέρον από που είμαστε και πού αλλού έχουμε ταξιδέψει. Θυμάμαι τον εαυτό μου να την κοιτάζει στα μάτια, το χρώμα των οποίων είναι θαμπό στη μνήμη μου (αλλά ξεκάθαρο στα όνειρά μου). Προσπαθούσα να μάθω, τουλάχιστον, το όνομά της, αλλά φρόντιζα να μην είμαι και πολύ διαχυτικός. Αν υπήρχε κάποια έλξη ανάμεσά μας, φρόντιζα να μη δώσω ποτέ χώρο για να αναπτυχθεί. Κι όμως, μέσα μου η φλόγα φούντωνε κάθε μέρα που τη συναντούσα και δεν μου έλεγε το όνομά της.
[...]
Για πολλούς η Νέα Υόρκη είναι η πόλη των ευκαιριών, κυρίως για τους διάφορους ευρωπαίους μετανάστες που έφταναν με τα καράβια αρκετές δεκαετίες πριν. Για εμένα είναι η πόλη της μεγάλης χαμένης ευκαιρίας. Διότι, δεν παρουσιάζονται και πολλές ευκαιρίες να βρεις τον άνθρωπο που σου ταιριάζει. Το μόνο που κάναμε μαζί, εκτός από το να συζητάμε με μεγάλο ενδιαφέρον για ανούσια πράγματα, ήταν μία βόλτα που εκείνη είχε προτείνει.
Ήθελε να μου δείξει τα αξιοθέατα, αλλά εγώ δύσκολα έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω της. Ωστόσο, όταν φέρνω στο μυαλό μου εκείνη τη βόλτα, ανακαλώ με μεγάλες λεπτομέρειες ό,τι είδαμε, τους δρόμους που περπατήσαμε, αυτά που κουβεντιάσαμε, τα αστεία που είπαμε, τον τρόπο με τον οποίο με κοίταζε λοξά όταν ένιωθε κάποια ανασφάλεια.
[...]
Αν και δειλός σε αυτά τα πράγματα, δεν θα έφευγα από τη Νέα Υόρκη αν δεν χάνονταν αυτή πρώτα. Διότι κάποια μέρα δεν ήταν εκεί για πρωινό, την επόμενη το ίδιο. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν θα την έβλεπα ξανά. Στο ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα το συνειδητοποίησα κι όλας. Με έπιασε μελαγχολία, αλλά σε κανέναν δεν μπορούσα να ομολογήσω το γιατί. Είναι η πρώτη φορά που το λέω σε κάποιον, έστω και σε μια κόλα χαρτί, οπότε σας ζητώ να συγχωρέσετε τη συγκίνηση μου.

Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα. Η Νέα Υόρκη είναι η εμπειρία που δυσκολεύομαι να περιγράψω περισσότερο από κάθε άλλη. Και ίσως είναι η μόνη που πραγματικά μου έδωσε κάτι να θυμάμαι, που γέμισε τον χώρο της κατά τα άλλα κενής ζωής μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: