Share It

31 Αυγ 2010

Το καλύτερο τέρμα

Η κυρά Ευτέρπη κάθεται κάθε απόγευμα στον κιοσέ της και κοιτάζει τον κόσμο που περνάει από το πολυσύχναστο δρομάκι με τα μαγαζιά. Τουλάχιστον εκείνη την ώρα το κάνει επίσημα, διότι την έχω τσακώσει να κρυφοκοιτάζει από τα λερωμένα τζάμια κι άλλες ώρες της ημέρας. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, δεν θυμάμαι ούτε μία φορά που να κοίταξα πάνω προς το μεγάλο πράσινο μεταλλικό κιοσέ και να μην την είδα να τραβιέται απότομα προς το εσωτερικό, σαν να την πιάσανε να κάνει σκανταλιά. Όταν ήμουν παιδί, η κυρά Ευτέρπη μου φαινόταν στρίγγλα και κακιασμένη, αν και τώρα μου μοιάζει συμπαθητική και τη χαιρετώ εγκάρδια όποτε τη συναντώ. Ήταν η γυναίκα που μας έδιωχνε όταν πηγαίναμε να παίξουμε μπροστά από το σπίτι της. Η πόρτα του γκαράζ στο ισόγειο ήταν το καλύτερο ποδοσφαιρικό τέρμα που μπορούσαμε να βρούμε όχι μόνο εδώ, αλλά και στην πάνω και την κάτω γειτονιά.


Η πάνω κι η κάτω γειτονιά φάνταζαν, τότε, στα παιδικά μάτια μας τόποι άγριοι και εξωτικοί. Κάποιοι από εμάς είχαν πάει, κι είχαν πολλές ιστορίες να πουν. Λένε ότι τα παιδιά της πάνω γειτονιάς ήταν ψηλότερα από εμάς κι έπαιζαν καλύτερο ποδόσφαιρο. Υπήρχε η φήμη ότι ένας από αυτούς πήγαινε στην έκτη τάξη, κάτι που τότε έμοιαζε αδιανόητο. Ο πιο μεγάλος από εμάς ήταν στη δευτέρα. Τέσσερα ή πέντε χρόνια ήταν ένα τεράστιο χρονικό διάστημα, μια εποχή τόσο μακρινή, που δεν πιστεύαμε ότι θα έρθει ποτέ στ΄ αλήθεια. Τα παιδιά της κάτω γειτονιάς, τώρα, ήταν κανονικά (δηλαδή παρόμοια μ' εμάς). Ωστόσο, το πιο αξιοζήλευτο χαρακτηριστικό τους ήταν η πρόσβασή στο "παρκάκι", ένα άχτιστο οικόπεδο, στο οποίο είχα παίξει κι εγώ ο ίδιος κάποτε.

Η ιστορία μου για το παρκάκι της κάτω γειτονιάς ήταν εκείνη που με είχε κάνει δημοφιλή στην παρέα μου. Όλα τα παιδιά της αδιέξοδης οδού "Θεσμοφορίων" με έβαζαν να τους διηγούμαι το φραγμένο οικόπεδο, το πως τα παιδιά της κάτω γειτονιάς είχαν βρει ένα άνοιγμα στο συρματένιο φράχτη, απ' όπου έμπαιναν και έπαιζαν με τις ώρες. Τους έλεγα ότι εκεί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα να τους εμποδίζουν, κι ότι μπορούσαν να σκάβουν το χώμα και να έχουν δικά τους μυρμήγκια που τα μεγάλωναν και μετά τα έβαζαν να κάνουν πόλεμο. Επίσης, τους περιέγραφα με λεπτομέρειες τους δύο ξύλινους πασσάλους που είχαν τοποθετήσει σε τέτοια απόσταση μεταξύ τους, ώστε να είναι σαν επαγγελματικό ποδοσφαιρικό τέρμα. Έδινα έμφαση στη λέξη "επαγγελματικό". Τους εξηγούσα ότι έπαιζαν πολύ ωραίο ποδόσφαιρο, αλλά είχαν πρόβλημα με τα ψηλά σουτ. Όταν η μπάλα έφευγε ψηλά πάνω από τον τερματοφύλακα, άλλοι έλεγαν ότι ήταν ψηλοκρεμαστό γκολ κι άλλοι ότι ήταν άουτ. Στις ιστορίες μου, εγώ ο ίδιος τους είχα βρει τη λύση, που αποτελούνταν από ένα παλιό καλώδιο, δεμένο από την κορυφή του ενός πάσσαλου μέχρι την άλλη, δημιουργώντας έτσι ένα κανονικό, επαγγελματικό τέρμα.

Όλοι στη γειτονιά έλεγαν ότι το γκαράζ της κυρά Ευτέρπης ήταν ακόμα καλύτερο από το τέρμα της κάτω γειτονιάς, κι ότι αν μπορούσαμε να παίξουμε σ' αυτό, τα παιδιά της πάνω γειτονιάς θα ερχότανε να παίξουν μαζί μας. Δυστυχώς, όμως, όποτε πηγαίναμε να παίξουμε, η κυρά Ευτέρπη άνοιγε το μεσαίο τζάμι του κιοσέ της και μας έβαζε τις φωνές. Κάποιες φορές πίστευα ότι όταν φώναζε, έβγαζε μαύρα λέπια στο πρόσωπο και έβγαζε και φωτιές από το στόμα της, όταν όμως μεγάλωσα λίγο, ξέχασα αυτή την εκδοχή και υιοθέτησα την αντίληψη ότι απλώς είναι κακιά και καλό είναι να την αποφεύγουμε. Αυτό συνέχισα να το πιστεύω μέχρι που έφυγα από το πατρικό μου σπίτι για να σπουδάσω. Η πρώτη φορά που επέστρεψα, ως φοιτητής πλέον, ήταν και η πρώτη στιγμή που είδα το σπίτι της κυρά Ευτέρπης με συμπάθεια και νοσταλγία.

Πρόκειται για ένα μικρό διώροφο, δεν ξέρω πόσο μεγάλο διότι στη γειτονιά είναι εμφανής μόνο η πρόσοψη. Οι τοίχοι του ακουμπούν στους τοίχους άλλων σπιτιών, όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάθε άλλο σπίτι της γειτονιάς. Την εποχή που ήμασταν παιδιά, δεν θεωρούνται παλιό, τώρα, όμως, που περάσανε τα χρόνια, το σπίτι είναι δύσκολο να κρύψει από τους τοίχους και την τεχνοτροπία του τα σημάδια του χρόνου. Η δε κυρά Ευτέρπη έχει μετατραπεί σε μια καλοσυνάτη γριούλα, που δεν μπορεί πλέον να συντηρηθεί μόνη της, και δέχεται τη βοήθεια ορισμένων γειτόνων που της πηγαίνουν φαγητό ή της καθαρίζουν το σπίτι. Φορά μονίμως μαύρα, ενώ το σπίτι της είναι ακόμα βαμμένο πράσινο, αν και έχει ξεθωριάσει αρκετά σε σχέση με αυτό που θυμόμουν μικρός. Το κύριο χαρακτηριστικό τόσο του κτηρίου όσο και της ίδιας της κυρά Ευτέρπης, είναι ο κιοσές.

Ο κιοσές είναι, ουσιαστικά, ένα μπαλκόνι με στέγη και τζάμια, έτσι ώστε να μοιάζει σαν ένα ακόμα δωμάτιο. Ένας κιοσές, για να είναι κιοσές, θα πρέπει να προεξέχει από το υπόλοιπο σπίτι Συνήθως, έχει το μέγεθος ενός μεγαλούτσικου μπαλκονιού. Ο συγκεκριμένος έχει από ένα παράθυρο σε κάθε πλευρά, ενώ το μέτωπό του καλύπτεται από τρία τζάμια κανονικού μεγέθους. Ακριβώς από κάτω του υπάρχει ένα ανοιχτό γκαράζ, όπου πλέον παρκάρει το αμάξι του κάποιος γείτονας. Ο χώρος του έχει παραχωρηθεί, όπως έμαθα, από την ίδια την κυρία Ευτέρπη, μιας και η γυναίκα του συνηθίζει να επισκέπτεται συχνά και να φροντίζει τη γριούλα. Ο ίδιος άνθρωπος, άλλωστε, με ενημέρωσε πρόσφατα ότι έπρεπε να πάει να αλλάξει μια λάμπα στο σπίτι της γριάς. Για κάποιο λόγο, προσφέρθηκα να την αλλάξω εγώ. "Δεν υπάρχει πρόβλημα" του είπα "μια λάμπα είναι".

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έσπρωξε να προσφερθώ. Γενικά, δεν πιστεύω στο εθελοντισμό. Πιστεύω ότι αν κάποιος σου ζητήσει κάτι, πρέπει να του το δώσεις, αλλά δεν πιστεύω ότι πρέπει να δώσεις σε κάποιον κάτι χωρίς να το ζητήσει. Και όμως, αυτή τη φορά προσφέρθηκα να αλλάξω τη λάμπα της κυρά Ευτέρπης, απαλλάσσοντας το γείτονα των γονιών μου από μια μικρή αγγαρεία που θα του κόστιζε 4 με 5 λεπτά το πολύ. Από την άλλη, ήμουν σε διακοπές και έτσι κι αλλιώς δεν είχα τι να κάνω. Τουλάχιστον αυτό έλεγα στον εαυτό μου, γιατί τώρα που κάθομαι και τα γράφω, περνάει από το μυαλό μου η σκέψη ότι προκάλεσα, ίσως υποσυνείδητα, τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ίσως κατά βάθος να ήθελα να πάω στο σπίτι της, να δω πως είναι μέσα, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσω την παιδική περιέργεια. Εκείνη τη μέρα που αγόρασα τη λάμπα και ξεκίνησα να περπατώ για το σπίτι της γριούλας, ίσως κάπου βαθιά μέσα μου να αισθανόμουν ότι ξεκινούσα για να εξερευνήσω τη φωλιά του δράκου ή του μπαμπούλα.

Χτύπησα την πόρτα με το ύφος ενός ανθρώπου που πάει να κάνει κάτι συνηθισμένο. Η ανάσα μου ήταν κανονική, το βλέμμα μου ήρεμο. Τίποτα δεν πρόδιδε τα συναισθήματα που θα είχα ως παιδί, αν δοκίμαζα να πλησιάσω μόνος το σπίτι της στρίγκλας. Χτύπησα μερικές φορές ακόμα. Η κυρά Ευτέρπη δε διακρίνονταν για την εξαιρετική ακοή της. Κάποια στιγμή, άκουσα θόρυβο πίσω από την πόρτα. Μετά από 3-4 λεπτά, άκουσα το κλειδί να κινείται στη κλειδαρότρυπα. Η πόρτα άνοιξε. Η κυρά Ευτέρπη στέκονταν καμπουριαστή εκεί μπροστά μου. Το κεφάλι της έφτανε με το ζόρι στο ύψος της κοιλιάς μου. Το σήκωσε με κόπο για να με περιεργαστεί. "Γεια σας" είπα "με έστειλε ο κος Παναγιώτης για να αλλάξω τη λάμπα". Με κοίταξε τρομαγμένη. Μετά από λίγο, όμως, το πρόσωπό της φωτίστηκε. "Τη λάμπα" επιβεβαίωσε με ξεψυχισμένο ενθουσιασμό (αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό). Απομακρύνθηκε από την πόρτα, λέγοντας "περάστε, από εδώ".

Μπήκα μέσα. Η εικόνα και η μυρωδιά σχημάτισαν αβίαστα στο μυαλό μου τη φράση "παλιά έπιπλα". Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα παλιό μπαούλο, μέσα στο οποίο θα υπέθετα ότι βρίσκονται οι μπάλες που έπεσαν κατά λάθος στο ανοιχτό παράθυρο του κιοσέ της, όταν ήμασταν παιδιά, και τις οποίες δεν ξανάδαμε ποτέ. Ορισμένες φορές, τις έσκαγε με ένα μαχαίρι σχεδόν αμέσως και από τέτοιο σημείο ώστε να τη βλέπουμε όλοι, να γνωρίζουμε ότι έχουν σκάσει κι ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Προχώρησα προς τα μέσα. Οι τοίχοι είχαν αποικίσει από αράχνες, οι οποίες είχαν στήσει τα δίχτυα τους παντού. Ίσως αυτοί οι ιστοί να είναι το μοναδικό πράγμα που κρατά τούτες τις σαρακοφαγωμένες ξύλινες μεσοτοιχίες στη θέση τους. Η λάμπα του διαδρόμου είναι αναμμένη. Το ρήμα που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε το τι κάνει η λάμπα στο διάδρομο, δεν μπορεί να είναι το "φωτίζω". Ίσως μπορούμε να πούμε ότι "υποφωτίζει". Η διαφορά δεν είναι ποιοτική, αλλά ποσοτική

Ο υποφωτισμένος διάδρομος οδηγεί σε μια σκοτεινή κουζίνα, όπου πιθανότατα βρίσκεται η καμμένη λάμπα. "Που είναι ο διακόπτης;" ρωτώ, για να ελέγξω αν είναι κλειστός (δηλαδή ανοιχτός, αν το δεις από ηλεκτρολογική άποψη). Η κυρά Ευτέρπη με κοιτάζει με απορία. Επαναλαμβάνω υπομονετικά και δυνατότερα την ερώτησή μου. Το πρόσωπό της υποφωτίζεται, και μου δείχνει με το χέρι της ένα διακόπτη απίστευτα παλιού τύπου. "Θα μπορούσες να πιάσεις καλά λεφτά σε παλαιοπωλεία, αν πουλούσες μόνο και μόνο τους διακόπτες" είπα αρκετά σιγά ώστε να μη με ακούσει. "Δεν πουλάω τίποτα" είπε η γριά με σταθερή φωνή. Ο διακόπτης ήταν κατεβασμένος. Τον ανέβασα. Το φως της κουζίνας άναψε. "Αχ, ευχαριστώ!" είπε πραγματικά ευχαριστημένη η γριά. Της χαμογέλασα, κι έκανα να φύγω.

Ήμουν σχεδόν στην πόρτα, όταν μου είπε "έλα, από εδώ είναι οι καρέκλες. Πες μου μόνο πως πίνεις τον καφέ σου". Ήταν προφανές ότι ήμουν προσκεκλημένος να καθίσω λίγο για ένα καφεδάκι. Είναι λογικό η γριούλα να ήθελε λίγη συντροφιά. Έριξα μια ματιά στο μπαούλο με τις σκασμένες μπάλες. Αποφάσισα να μείνω. Περπάτησα προς το μέρος που ακούγονταν η φωνή της, στο διάδρομο δεξιά. Μπήκα σε ένα καθιστικό με πανέμορφες ξύλινες σαρακοφαγωμένες πολυθρόνες. Το ύφασμά τους ήταν ξεφουσκωμένο με κάποιο κατεστραμμένο υλικό, και το χρώμα τους έφερνε περισσότερο προς το μαύρο, αλλά στην εποχή τους πρέπει να ήταν ακριβά και εντυπωσιακά έπιπλα. Ανάμεσά τους ένα τραπεζάκι πολύ καλόγουστο, αν και υπερβολικά ξυλόγλυπτο. Οι δύο από τις τέσσερις ατομικές πολυθρόνες ήταν τοποθετημένες έτσι ώστε σκύβοντας κανείς να μπορεί να δει το δρόμο από το τζάμι του κιοσέ. Γύρω γύρω στους τοίχους ήταν κρεμασμένες φωτογραφίες από παλιούς συγγενείς και φτηνοί (υποθέτω) πίνακες ζωγραφικής με εξωτικά τοπία.

Σε μια γωνιά υπήρχε ένα σκρίνιο φορτωμένο με έναν ασύλληπτο αριθμό από άχρηστα αντικείμενα που, ωστόσο, θα έβρισκαν εύκολα θέση στις βιτρίνες κάποιου παλαιοπωλείου. Βαζάκια, αγαλματάκια ελεφάντων, μινιατούρες δισκοπότηρων, δείγματα ποτών που δεν υπήρχαν πια, μικρά καρουζέλ με κουρδιστήρι, καρφίτσες, πινέζες, μερικά κουτιά σπίρτα που θα συγκλόνιζαν έναν συλλέκτη, διάφορα φλιτζάνια, πιατάκια φλιτζανιών, τασάκια, τσαγιέρες, μικρά κουταλάκια για το σερβίρισμα του γλυκού, χρωματισμένα ποτήρια του λικέρ, παλιά κουτιά μπισκότων με άγνωστο, σήμερα, περιεχόμενο, μεταλλικά κουτιά από καραμέλες φερμένα από το εξωτερικό, μια σκαλισμένη ξύλινη ταμπακιέρα και κάποια κηροπήγια είναι μόνο τα αντικείμενα που μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου. Όλα αυτά τα πράγματα είναι στοιβαγμένα στο σκρίνιο με αρκετά ακατάστατο τρόπο, και καλύπτονται από ένα προστατευτικό στρώμα σκόνης.

"Πιες πρώτα ένα καφεδάκι, και την αλλάζεις μετά τη λάμπα" μου είπε η γριά, καθώς έκανε αργά αργά τη μεταβολή της, για να πάει προς την κουζίνα. "Πως τον πίνεις;" ρώτησε και της είπα, χωρίς ιδιαίτερη ελπίδα ότι θα το θυμόνταν για πάνω από 2 δευτερόλεπτα. Κάθισα στη σάπια πολυθρόνα. Κοίταξα γύρω μου άλλη μια φορά. Σηκώθηκα. Δοκίμασα λίγο την αντοχή του πατώματος στην περιοχή του κιοσέ. Ξύλινες σανίδες κομμένες από δέντρα που, ως είδη, ίσως και να έχουν εκλείψει πια. Παρ' όλ' αυτά, πάτησα επάνω τους και έγειρα το κεφάλι μου προς τα εμπρός. Ο δρόμος είχε αρχίσει να αδειάζει, καθώς τα καταστήματα έκλειναν ένα ένα. Ήταν σούρουπο. Αναζήτησα παιδιά που παίζουν, αλλά δεν είδα τίποτα. Μόνο αυτοκίνητα παρκαρισμένα σε κάθε πλευρά του δρόμου. Θυμήθηκα ότι όταν ήμουν παιδί, υπήρχαν λιγότερα αυτοκίνητα. Στο δρόμο μπροστά από τον κιοσέ ήταν ζωγραφισμένο με κίτρινη μπογιά ένα τετράγωνο. Έδειχνε ότι απαγορεύονταν το παρκάρισμα μπροστά στην είσοδο πάρκινκ της γριάς, αλλά ένα παιδί θα το αντιμετώπιζε σαν τη μικρή περιοχή του τέρματος.

Γύρισα πάλι στην πολυθρόνα μου, καθώς η κυρά Ευτέρπη έφτανε με τους καφέδες. "Δε μου είπες πόση ζάχαρη να σου βάλω, και στον έκανα γλυκό. Οι πιο πολλοί έτσι τον πίνουν" μου είπε. Ακούμπησε τα φλιτζανάκια με τον αχνιστό ελληνικό καφέ στο τραπεζάκι, αφού πρώτα τοποθέτησε στις σωστές θέσεις τα συνοδευτικά νεράκια τους. "Θα σου έβγαζα και γλυκό φιστίκι, αλλά τελικά δεν πήγα φέτος να μαζέψω". Το γλυκό φιστίκι ήξερα ότι ήταν πολύ κουραστικό να κατασκευαστεί. "Δεν ήξερα ότι έκανες γλυκό φιστίκι" της είπα. "Ναι" απάντησε αυτή "αρέσει στον άντρα μου". Ήπιε μια ρουφηξιά καφέ. "Ο Θεός ας τον συγχωρέσει, εκεί που βρίσκεται" πρόσθεσε. Γνώριζα ότι ο άντρας της ήταν πεθαμένος εδώ και πάνω από 40 χρόνια.

Καθώς η κυρά Ευτέρπη μου μιλούσε για τον άντρα της, τα παιδιά που δεν έκανε, τα ανίψια της που την εκμεταλλεύτηκαν και τελικά την άφησαν μόνο με αυτό το σπίτι και τους άλλους συγγενείς της, έβαλα το χέρι στην τσέπη και περιεργαζόμουν τη λάμπα που είχα φέρει. Ήταν προφανές ότι η κυρά Ευτέρπη θεώρησε πως η λάμπα κάηκε, χωρίς να δοκιμάσει να ανοίξει το διακόπτη. Ίσως να ξεχάστηκε όταν μπήκε, να νόμιζε ότι τον είχε ενεργοποιήσει ή ίσως να τον κατέβασε ενώ προσπαθούσε να ανάψει το ήδη αναμμένο φως. Ποιος ξέρει;. Το σίγουρο είναι ότι μου έμεινε μια λάμπα.

"Κυρά Ευτέρπη, κάθεσαι συχνά εδώ;" τη ρώτησα. "Εδώ στον κιοσέ; Ναι" μου απάντησε "μου αρέσει να αγναντεύω τη θάλασσα". Κοίταξα στο παράθυρο την απέναντι πολυκατοικία που φωτίζονταν από μια λάμπα δρόμου και μια πράσινη ταμπέλα φαρμακείου. Ήξερα ότι υπάρχουν ψηλά κτήρια από εδώ μέχρι το κέντρο. Κανείς από αυτούς δεν έχει θέα προς τη θάλασσα, απλούστατα το ένα κτήριο εμποδίζει το άλλο. "Τη θάλασσα, ε;" είπα με μια κάποια απορία. Δεν απάντησε.
Με το νύχι μου άρχισα να γδέρνω το χαρτονένιο κουτί, για να διαπιστώσω ότι η μια πλευρά του ήταν αυτοκόλλητη Τοποθέτησα το κουτί στο τραπέζι. Ήταν ένα κίτρινο αυτοκόλλητο που υποτίθεται ότι το τοποθετείς επάνω στην καμμένη λάμπα, για να ξέρεις ότι είναι καμμένη. Μου φάνηκε πολύ χαζό αυτό. Πήγα να το αναφέρω, αλλά δεν ήξερα πως θα μπορούσα να το περιγράψω στην κυρά Ευτέρπη. Μπορεί να καταλάβαινε τι της έλεγα, αλλά δε νομίζω ότι θα την ενδιέφερε ούτε καν ελάχιστα.

"Παλιά έβλεπες τη θάλασσα από εδώ" μου είπε ξαφνικά. "Τα καράβια έρχονταν όλα από βόρεια, και μπορούσες να τα παρατηρήσεις να ανεμίζουν τις σημαίες τους καθώς πλησίαζαν προς το λιμάνι. Δεν υπήρχαν σπίτια μπροστά μου, μόνο χωράφια με πορτοκαλιές κι αμπέλια.". Δεν ξέρω αν πρόσεξε το έκπληκτο βλέμμα μου. Η περιγραφή της με είχε συνεπάρει. Για κάποιο λόγο έφερα στο μυαλό μου το τοπίο που θα έβλεπε από το παράθυρό της, όλα τα κτήρια που γνώριζα από μικρός ήταν δέντρα και χωράφια, και το μάτι σου έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Η κυρά Ευτέρπη συνέχισε τη διήγηση. "Τα πλοία έρχονταν από τα βόρεια, σαν να κατηφόριζαν, και συνήθως φεύγανε προς τα νότια. Τότε δεν υπήρχαν πολλά τηλέφωνα, και για να μάθω νέα από τον άντρα μου, έπρεπε να κοιτάω τη σημαία του κάθε πλοίου. Ταξίδευε με μια εταιρία που όποτε κάποιο πλοίο της πλησίαζε στο λιμάνι μας, σήκωνε τη σημαία της εταιρίας. Οι ναυτικοί από τα πλοία αυτά ήξεραν, συνήθως, ο ένας νέα του άλλου. Όταν ταξίδευε ο άντρας μου, καθόμουν εδώ λίγο πιο μπροστά, εκεί που έχω ακουμπήσει το μπαστούνι, και κοιτούσα τη θάλασσα από το πρωί μέχρι να πέσει ο ήλιος". Το βλέμμα μου είχε κολλήσει στο μπαστούνι, που δεν είχε τίποτα το ενδιαφέρον από μόνο του.

"Κάποιες φορές οι ναυτικοί μου δίνανε πράγματα που τους έδινε να μου φέρουν. Μου έστελνε έτσι δώρα, ξερά φρούτα από την αραπιά, πορσελάνες από την Κίνα και ένα σωρό άλλα πράγματα, ποιος ξέρει από που. Μια μέρα, ένας δεύτερος μου έφερε το μαύρο μαντάτο. Τον χάσανε σε ένα ατύχημα, λέει. Κάποιο δοκάρι έφυγε από τη θέση του και του άνοιξε το κεφάλι. Μου έφερε το μαντάτο πριν έρθει το τηλεγράφημα. Πότε πρόλαβε; Τα άσχημα νέα ταξιδεύουν τόσο γρήγορα". Το βλέμμα της ήταν χαμένο. Έμοιαζε να κοιτάει το μπαλκόνι του απέναντι κτηρίου, αλλά ήξερα, ένιωθα ίσως, ότι το διαπερνούσε, και κοιτούσε πίσω από το κτήριο, σε άλλο τόπο κι άλλο χρόνο. "Για 20 χρόνια δεν ξανακοίταξα από αυτό το τζάμι" είπε τελικά. Το βλέμμα της έπεσε στο πάτωμα. Δεν ήξερα τι να πω, οπότε αποφάσισα να φύγω. "Εγώ καλύτερα να πηγαίνω" της είπα "είναι και αργά". "Όταν τελικά ξανακοίταξα" μου απάντησε "είχαν υψωθεί κτήρια. Δε μπορούσες πια να δεις τη θάλασσα. Είναι όμως καλύτερα έτσι. Δεν θα ήθελα να τη βλέπω".

Τη λυπήθηκα την κακομοίρα. Μάζεψα τα φλιτζάνια και πήγα στην κουζίνα να τα πλύνω. Καθώς ανέβαζα τον αρχαίο διακόπτη, η λάμπα της κουζίνας κάηκε με ένα "μπλαφ". Χρησιμοποίησα το κινητό μου για φως, και την άλλαξα με την καινούρια που είχα στην τσέπη μου. Έπλυνα και τα φλιτζάνια κι ένιωσα ότι είχα κάνει τη δουλειά που ήρθα να κάνω. Καληνύχτισα την κυρά Ευτέρπη και βγήκα από το σπίτι, κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα πίσω μου.

Στάθηκα λίγο μπροστά από την είσοδο του γκαράζ. Ήμουν μέσα στην περιοχή που είχαν ζωγραφίσει με κίτρινο χρώμα. Έβγαλα από την τσέπη μου το κουτί της λάμπας, ξεκόλλησα την αυτοκόλλητη βούλα και την κόλλησα στην άσφαλτο. Έβγαλα από τη φαντασία μου μία μπάλα ποδοσφαίρου, την τοποθέτησα στη βούλα, και πήρα φόρα. Κοίταξα επάνω, στο τζάμι του κιοσέ. Η κυρά Ευτέρπη παρακολουθούσε με αγωνία την εκτέλεση του πέναλντι.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ όμορφη ιστορία! Μου αρέσει η σχέση της κ. Ευτέρπη με το κιοσέ.

Αν και τελικά με όλη την αναφορά σου, εσύ είσαι που παρατηρείς τις ζωές των άλλων και όχι η κ. Ευτέρπη!

Αρμενίων είπε...

@mythomania: Ευχαριστώ! Όσο για το σχόλιό σου, είναι μοιραίο, νομίζω, όταν γράφεις σε πρώτο πρόσωπο...

Αν η ιστορία γίνει, κάποτε, ταινία μικρού μήκους, θα ήθελα στο imdb, εκεί που λέει "Trivia", να περιέχονται κι οι παρακάτω πληροφορίες:

α. Ο χαρακτήρας της κυρα Ευτέρπης στηρίζεται σε τρία πραγματικά πρόσωπα, ένα εκ των οποίων η γιαγιά μου, στη μνήμη της οποίας αφιερώνω την ιστορία. Τα άλλα δύο πρόσωπα είναι δύο κυρίες που ζουν στη γειτονιά που μεγάλωσα.

β. Μία από τις δύο κυρίες ζει όντως σε ένα σπίτι όπου μας άρεσε να παίζουμε ποδόσφαιρο με τέρμα την είσοδο του γκαράζ. Ωστόσο, δεν έχει κιοσέ αλλά μπαλκόνι.

γ. Όταν μεγάλωσα κάπως, διαπίστωσα ότι το καλύτερο τέρμα του δρόμου ήταν στην πραγματικότητα γύρω στο 1 μέτρο και 50 εκατοστά, και δεν ήταν καθόλου κατάλληλο για ποδοσφαιρικό τέρμα, εκτός αν ήσουν 6 χρονών :)

δ. Σε αντίθεση με το χαρακτήρα, το όνομα "Ευτέρπη" είναι εντελώς τυχαίο.

Ανώνυμος είπε...

Γερνάς και σκοτεινιάζει
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μάνος Λοΐζος

Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά
μ' ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά.

Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
γερνάς και σκοτεινιάζει.

Γέλια παιδιών έξω απ' το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραία ιστορία. Τη διάβασα με μια ανάσα από την αρχή ως το τέλος. Μ'αρέσει η νοσταλγία που βγάζει και η αναφορά στα παιδικά μας χρόνια - που τώρα μου φαίνονται αρκετά μακρινά. Με συνεπήρε η λεπτομερής και ζωντανή περιγραφή εικόνων απο το παρελθόν και του σπιτιού της κυρά Ευτέρπης. Συγχαρητήρια!