Share It

15 Νοε 2010

Γεδ

ΓΕΔ (αρχικά): γελάω δυνατά, ως αντίδραση σε κάτι που είπε ή έγραψε το άτομο με το οποίο συζητώ ή σε κάτι που δημοσιεύθηκε στον παγκόσμιο ιστό. Συνηθίζεται κατά κύριο λόγο σε γραπτή μορφή και χωρίς τελείες (γεδ).
Παράδειγμα:
- Πήρες γιαούρτι σακούλας από το σουπερμάρκετ;
- Όχι, πήρα μόνο σακούλες.
- γεδ γεδ
Προέλευση: Από τα αρχικά Γελάω Έξω Δυνατά, που είναι απ' ευθείας μετάφραση του αγγλοσαξωνικού ιντερνετικού αρκτικόλεξου LOL (Laughing Out Loudly)

Δεν υπάρχουν σχόλια: