Share It

15 Νοε 2010

Γέκωμαι

Γέκωμαι (ρήμα): γελάω τόσο πολύ που μπορεί να φαίνεται ο πισινός μου, αλλά δε με νοιάζει, γιατί τόσο πολύ γελάω.
Παράδειγμα: Μόλις μου είπε ότι το επίθετό του ήταν Πλούτσος, άρχισα να γέκωμαι. Ένας συνάδελφος με έβγαλε έξω και μου είπε να ηρεμήσω.
Προέλευση: Από τον παλαιότερο τύπο Γεκωμέ ή Γετκωμέ που είχε την ίδια ακριβώς σημασία και προέρχονταν, με τη σειρά του, από τα αρχικά Γε.Κω.Μ.Ε. ή και Γε.Τ.Κω.Μ.Ε. που σημαίνουν "Γελάω τον Κώλο Μου Έξω". Αυτή η τελευταία έκφραση αποτελεί απ' ευθείας μετάφραση του αγγλοσαξονικού ιντερνετικού αρκτικόλεξου LMAO (Laughing My Ass Out).

Δεν υπάρχουν σχόλια: